Alfred Rahlfs
Ἱστορία τοῦ Κειμένου τῶν Ἑβδομήκοντα
1. Ἡ μετάφραση τῶν «Ἑβδομήκοντα» εἶναι ἡ ἀρχαία ἀπὸ Ἑβραίους μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὰ Ἑλληνικά. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀριστέου, πρῶτα ἀπὸ ὅλα μεταφράστηκε ἡ Πεντάτευχος, ποὺ εἶναι τὸ παλαιότερο καὶ τὸ βασικὸ τμῆμα τοῦ Κανόνος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Τοῦτο ἔγινε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Πτολεμαίου τοῦ Φιλαδέλφου (285 – 247 π.Χ.). Ὅπως ἱστορεῖται, ἡ μετάφραση ἔγινε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ 70 —ἢ ἀκριβέστερα 72 — λόγιους Ἑβραίους· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε «Μετάφρασις τῶν Ἑβδομήκοντα» (Ο΄). Ὁ τίτλος αὐτός, ἂν καὶ ἀρχικὰ ἀναφερόταν μόνο στὴν Πεντάτευχο, τελικὰ περιέλαβε ὁλόκληρη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ μετάφραση τῆς Πεντατεύχου ἀκολουθήθηκε ἀπὸ τὴ μετάφραση καὶ τῶν ἄλλων βιβλίων. Ἡ μετάφραση τῶν τελευταίων αὐτῶν ἦταν, προφανῶς, ἔργο μεγάλου ἀριθμοῦ λογίων. Τοῦτο τὸ συνάγουμε πρώτιστα ἀπὸ τὶς ποικιλίες ἀποδόσεως ποὺ κατατάσσονται ἀπὸ τὶς πιὸ κυριολεκτικὲς ὣς τὶς πιὸ ἐλεύθερες καί, κατὰ δεύτερο λόγο, ἀπὸ τὶς διαφορὲς στὸ ἑλληνικὸ ὕφος, πράγμα ποὺ ὤθησε τὸν H. St. J. Thackeray (A Grammar of the O.T. in Greek Vol. I [1909], σσ. 12 – 16) νὰ ταξινομήσει κατάλληλα τὰ βιβλία ἢ τμήματα βιβλίων τῆς μεταφράσεως τῶν Ο΄. ὅπως δείχνει ὁ Πρόλογος τῆς Σοφίας Σειράχ, ὑπῆρχε πρὸς τὸ τέλος τοῦ 2ου π.Χ. αἰ., μιὰ ἑλληνικὴ μετάφραση ὁλόκληρης τῆς Π.Δ. ἢ τουλάχιστο τῶν σημαντικοτέρων τμημάτων της. Δὲν ἔχουμε λόγους ν᾿ ἀμφιβάλλουμε, ὅτι τὸ κείμενο τῶν Ο΄ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης συνέπιπτε μὲ τὸ κείμενο τῶν Ο΄ ποὺ σήμερα διαθέτουμε.
Τοῦτο ὅμως γίνεται παραδεκτὸ μόνο σὰν γενικότητα. Ὡς πρὸς τὶς λεπτομέρειες θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἔχουν συντελεσθεῖ πολλῶν εἰδῶν μεταβολές· ἐπειδὴ ἡ μετάφραση τῶν Ο΄ εἶχε πολυκύμαντη ἱστορία ἀπὸ τότε ποῦ πρωτογράφηκε μέχρι τὸν 4ο μ.Χ. αἰ. ὅταν συντάχθηκε τὸ παλαιότερο πλῆρες χειρόγραφο ποὺ διαθέτουμε. Γιὰ τὴν περίοδο τὴν πρὶν ἀπὸ τὸν 4ο μ.Χ. αἰ. μόνο ἀποσπάσματα ἔχουν φθάσει ἕως ἐμᾶς· ὅμως ἡ πρὶν ἀπὸ τὸν 4ο μ.Χ. αἰ. ἱστορίας τῆς μεταφράσεως αὐτῆς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἔχει σοβαρὰ ἐπηρεάσει τὰ χειρόγραφα ποὺ σήμερα κατέχουμε.
2. Ἡ μετάφραση τῶν Ο΄ ἦταν ἔργο ἑβραϊκὸ καὶ ἀρχικὰ εἶχε πολὺ ἐκτιμηθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀριστέου, ἡ μετάφραση τῆς Πεντατεύχου εἶχε ἐπίσημα ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τὴν Ἰουδαϊκὴ Κοινώτητα Ἀλεξανδρείας, καὶ ἑβραῖοι συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Φίλων καὶ ὁ Ἰώσηπος τὴν χρησιμοποιοῦσαν κατὰ προτίμηση, ἂν ὄχι ἀποκλειστικά. Ἡ μετάφραση τῶν Ο΄ ἀποδείχθηκε μεγίστης σπουδαιότητος γιὰ τὴ διατήρηση καὶ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι, στὴν Διασπορά, διέμεναν μακριὰ ἀπὸ τὴ γῆ τῶν πατέρων τους, ἔχασαν ὅλο καὶ περισσότερο τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα, ὅμως ἡ μετάφραση τῶν Ο΄ τοὺς ἔκανε νὰ παραμένουν συνεχῶς πιστοὶ στὸ Νόμο καὶ στὶς ἄλλες Ἱερὲς Γραφές, ἐνῶ συγχρόνως βοηθοῦσε τοὺς μὴ Ἑβραίους νὰ μελετοῦν αὐτὰ τὰ γραπτά.
Ἐπὶ πλέον οἱ Ο΄ προλείαναν τὴν ὁδὸ γιὰ μεταγενέστερες χριστιανικὲς ἱεραποστολὲς· ἐπειδὴ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν ἡ «κατ᾿ ἐξοχὴν» Ἱερὰ Βίβλος γιὰ τοὺς Χριστιανούς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ γιὰ τοὺς Ἑβραίους, καὶ οἱ χριστιανοὶ ἱεραπόστολοι μποροῦσαν, μὲ αὐτήν, νὰ βροῦν εὔκολα σημεῖο ἐπαφῆς ὁπουδήποτε εἶχε ἤδη διαδοθεῖ κάποια γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο, οἱ πρῶτες Χριστιανικὲς Κοινότητες εἶχαν σχηματισθεῖ σὲ μεγάλη ἀναλογία ἀπὸ Ἑβραίους τῆς Διασπορᾶς, ἐνῷ ἡ μετάφραση τῶν Ο΄, ποὺ εἶχε ἤδη λάβει παντοῦ μεγάλη διάδοση καὶ ἦταν πολὺ γνωστή, γινόταν εὔκολα δεκτὴ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς σὰν Ἁγία Γραφὴ τῆς Ἐκκλησίας.
3. Οἱ Ἑβραῖοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴ μετάφραση τῶν Ο΄ λίγο μετὰ τὴν ἀποδοχή της ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Τὰ παρακάτω γεγονότα εἶναι φανερὸ ὅτι εἰδικὰ συνέλαβαν σ᾿ αὐτό: (α) Στὶς συχνὲς διαμάχες ποὺ γίνονταν μεταξὺ Ἑβραίων καὶ Χριστιανῶν, οἱ τελευταῖοι αὐτοὶ συχνὰ ἀναφέρονταν σὲ χωρία παρμένα ἀπὸ τοὺς Ο΄, ποὺ ὅμως οἱ πρῶτοι δὲν τὰ θεωροῦσαν ἀδιάβλητα. Ὣς ἕνα σημεῖο, τοῦτο ὀφειλόταν σὲ ἀνεπιτυχεῖς μεταφράσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πολὺ γνωστὸ παράδειγμα ἡ ἀπόδοση τοῦ עלמה Ἠσ. 7:14, μὲ τὴ λέξη “παρθένος”, πράγμα ποὺ ἐπανειλημμένα ἀναφερόταν σὲ κάθε γραπτὴ πολεμικὴ κατὰ τῶν Ἑβραίων. Δίκαια οἱ Χριστιανοὶ ἐπέμεναν, ὅτι ἡ ἀπόδοση αὐτὴ προερχόταν ἀπὸ αὐτούς τοὺς ἴδιους τοὺς παλαιοὺς ἑβραίους μεταφραστές, ἐνῷ οἱ Ἑβραῖοι τὸ ἀπέρριπταν μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀνακριβῆ ἀπόδοση. Οἱ ἀμφισβητήσεις ὀφείλονταν κατὰ πολὺ σὲ προσθήκες τῶν Χριστιανῶν οἱ ὁποῖες εἶναι φανερὸ ὅτι εἰσήχθησαν στὸ κείμενο τῶν Ο΄ ἀπὸ ἀφελῆ ἀκρισία τῶν πρώτων ἐκείνων Χριστιανῶν, ὅπως π.χ. εἶναι ἡ περίπτωση ποὺ ἀφορᾶ τὸν Ψαλμ. 95:10 (Ψαλμ. 96:10 στὸ ἑβρ. κείμενο), ὅπου «ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν» εἶχε συμπληρωθεῖ μὲ «ἀπὸ ξύλου». Οἱ λέξεις αὐτές, ποὺ ἀναφέρονται στὸ Σταυρό, θεωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἰουστῖνο τὸ Μάρτυρα, ὅτι ἀναμφισβήτητα ἀνῆκαν στὸ ἀρχικὸ βιβλικὸ κείμενο, ὥστε αὐτὸς νὰ εἶναι σὲ θέση, μὲ κάθε εἰλικρίνεια, νὰ κατακρίνει τοὺς Ἑβραίους, ὅτι κακόβουλα τὶς ἀπάλειψαν.
(β) Κατὰ πᾶσα πιθανότητα, κατὰ τὰ τέλη τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ., τὸ κείμενο καὶ ὁ Κανὼν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶχαν ὁριστικὰ σταθεροποιηθεῖ ἀπὸ τοὺς λόγιους Ἑβραίους στὴν Παλαιστίνη. Ἡ μετάφραση τῶν Ο΄ ποὺ εἶχε γίνει σὲ ἐποχὴ παλαιότερη καὶ μὲ λιγότερο αὐστηρὰ κριτήρια, σὲ πολλὰ σημεῖα δὲν συμμορφώνεται πρὸς πολὺ ἄκαμπτους κανόνες. Ἡ μετάφραση αὐτὴ περιέλαβε βιβλία καὶ τμήματα βιβλίων ποὺ δὲν ἀνῆκαν στὸν Παλαιστινὸ Κανόνα, καὶ μερικὲς φορὲς ἀκολουθεῖ διαφορετικὸ ἑβραϊκὸ κείμενο. Ἐπειδὴ οἱ ἀντιλήψεις ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐπικράτησαν στὴν Παλαιστίνη ἔγιναν γενικὰ παραδεκτὲς ὡς καθοριστικές, σ᾿ ὁλόκληρη τὴ Διασπορά, φυσικὸ ἦταν ἡ μετάφραση τῶν Ο΄ νὰ χάσει τὸ προηγούμενο κῦρός της μεταξὺ τῶν Ἑβραίων.
(γ) Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἀκίμπα, κατὰ τὰ πρῶτα 30 περίπου χρόνια τοῦ 2ου μ.Χ. αἰ. ἐπικρατοῦσε μιὰ ἑρμηνευτικὴ ῥαββινικὴ σχολή, ποὺ ἔδινε ἰδιαίτερη σημασία σὲ κάθε γράμμα τοῦ ἱεροῦ κειμένου καὶ ποὺ ἔβγαζε τὰ πιὸ ἀπίθανα καὶ συχνὰ τὰ πιὸ παράδοξα συμπεράσματα ἀπὸ τὶς πλέον ἀσήμαντες λεπτομέρειες. Σχετικὰ χρήσιμο εἶναι νὰ μνημονεύσουμε ἕνα μόνο παράδειγμα ἀπὸ τὶς μεθόδους τοῦ Ἀκίμπα. Ἑρμηνεύει τὸ αἰτιατικὸ μόριο את, ποὺ ἀπαντᾶται στὸ Γένεσις 1:1 μπρὸς ἀπὸ τὶς λέξεις השמים καὶ הארץ σὰν νὰ σημαίνει «μαζὶ μέ». Ἀπὸ αὐτὸ συμπεραίνει ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε, «μαζὶ μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ» διάφορα ἄλλα πράγματα, δηλ. μαζὶ μὲ τὸν οὐρανὸ τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη καὶ τοὺς ἀστερισμούς, μαζὶ δὲ μὲ τὴν γῆ δέντρα, χόρτα καὶ τὸν παράδεισο τῆς Ἐδέμ. Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὴ ἡ ἑρμηνευτικὴ μέθοδος τῆς ἀπόλυτης προσκολλήσεως σὲ κάθε ψηφίο, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἱκανοποιηθεῖ μὲ τὴν ἔκδηλα ελεύθερη μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα.
4. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν αἰτία ὁ Ἰουδαϊσμὸς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης κατάρτισε μιὰ ἐντελῶς νέα ἑλληνικὴ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ Ἀκύλας, ἕνας Ἕλληνας ποὺ εἶχε ἀσπασθεῖ τὸν Ἰουδαϊσμό, μαθητὴς τοῦ Ἀκίμπα, ἀπέδωσε μία πρὸς μία τὶς λέξεις τοῦ ἱεροῦ ἀρχετύπου, ὅσο τὸ δυνατὸ ἀκριβέστερα, στὰ Ἑλληνικά, καὶ ἔτσι δὲν ἀπέφυγε νὰ διαπράξει τὶς χειρότερες παραμορφώσεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Θὰ ἀναφερθοῦμε στὸν πρῶτο στίχο τῆς Βίβλου, ποὺ δίνει ἕνα κλασικὸ παράδειγμα τῆς μεταφράσεως τοῦ Ἀκύλα. Οἱ Ο΄ τὸ ἀπέδωσαν σὲ ἀκριβὴ καὶ σωστὰ Ἑλληνικά: «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Ἡ μετάφραση ὅμως αὐτὴ ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τοῦ νὰ ταιριάζει στὶς ἀντιλήψεις τοῦ Ἀκύλα. Ἡ ἑτυμολογικὴ ἔννοια τοῦ ἑβραϊκοῦ ראשית δὲν ἀντιστοιχεῖ στὴν ἑλληνικὴ λέξη «ἀρχή». Ἀλλὰ ὁ Ἀκύλας ἐπεδίωκε νὰ ἀποδίδει ὅλα τὰ παράγωγα κάθε λέξεως κατὰ τὴν ἑβραϊκὴ ἑτυμολογία. Ἔτσι μετέφραζε τὸ ראשית ὡς παράγωγο τοῦ ראש, μὲ τὴ λέξη, «κεφάλαιον» ὡς παράγωγο τοῦ «κεφαλή». Ἀδιαφοροῦσε ὅτι στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ «κεφάλαιον» δὲν σημαίνει «ἀρχή», ἀλλὰ «κύριο σημεῖο» ἢ «χρηματικὸ ποσὸ» κ.λπ. Ὁ Ἀκύλας δὲν μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει οὔτε τὴν κλασσικὴ ἑλληνικὴ λέξη ἐποίησεν· ἐπειδὴ χρησιμοποιοῦσε διαφορετικὴ ἑλληνικὴ ἀπόδοση ὅταν διέφεραν οἱ ἑβραϊκὲς λέξεις, και γι᾿ αὐτό, ἐκλαμβάνοντας τὸ «ποιεῖν» ἀντίστοιχο τοῦ עשה, ἀνεζήτησε ἄλλη μετάφραση γιὰ τὸ ברא, καὶ τὴν βρῆκε στὸ «κτίζειν», λέξη μὲ τὴν ὁποία συχνὰ οἱ Ο΄ ἀποδίδουν τὸ ברא. Ἡ ἑπόμενη λέξη στοὺς Ο΄ ἦταν «ὁ Θεὸς» = אלהים· ὁ Ἀκύλας παρέλειψε τὸ ἄρθρο, μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ στὸ ἑβραϊκὸ κείμενο. Τέλος ἀκολουθοῦν, στοὺς Ο΄ οἱ λέξεις «τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»· ὁ Ἀκύλας, σκοπεύοντας νὰ ἔχει εἰδικὴ ἑλληνικὴ ἀπόδοση καὶ γιὰ τὸ את, ἔγραψε: «σὺν τὸν οὐρανὸν καὶ σὺν τὴν γῆν». Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶχε ἐντελῶς ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τὸν δάσκαλό του Ἀκίμπα, ὁ ὁποῖος, ὅπως παρὰ πάνω σημειώθηκε, μεταφράζει τὸ את τοῦ κειμένου σὰν νὰ σημαίνει «μαζὶ μέ». Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, πρέπει νὰ ἀντικρουσθοῦν παλαιότερες ἀνακριβεῖς ἀντιμετωπήσεις τοῦ θέματος, καὶ νὰ τονισθεῖ ὅτι ὁ Ἀκύλας δὲν ἀποδίδει πάντοτε τὸ את μὲ «σύν», παρὰ μόνο στὶς περιπτώσεις ποὺ στὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τὸ את ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸ ἄρθρο· τυχαίνει ὅμως, σὲ μιὰ ἑβραϊκὴ λέξη νὰ μὴν προηγεῖται ἄρθρο, ὅπως π.χ. στὴν περίπτωση status constructus ἢ κυρίου ὀνόματος, ὁπότε ὁ Ἀκύλας μεταφράζει τὸ את μὲ ἑλληνικὸ ἄρθρο.
Ἄλλα χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τῆς μεταφρατικῆς τεχνικῆς τοῦ Ἀκύλα ἔχω περιλάβει στὸ Mitteilungen des Septuaginta – Unternehmens 1, σ. 240 Σημ. 2. Ἐκεῖ δείχνω πῶς ὁ Ἀκύλας, ὅταν ἦταν δυνατό, ἀποδίδει διάφορα παράγωγα μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς ἑβραϊκῆς ῥίζας — καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι ἀπόλυτα ταυτόσημα — μὲ διάφορα παράγωγα τῆς ἴδιας ἑλληνικῆς ῥίζας, ὅπως π.χ. (1) אֹמֶר ἢ אֵמֶר «λόγος», ἀλλὰ אִמְרָה «λόγιον», (2) חַטָּאת «ἁμαρτία», ἀλλὰ חֵטְא «ἁμάρτημα», (3) חק «ἀκριβασμός», ἀλλὰ חֻקָּה «ἀκρίβεια», (4) יַחַד «ἅμα», ἀλλὰ יַחְדָּו «ὁμοῦ», (5) יְשׁוּעָה ἢ תְּשׁוּעָה «σωτηρία», ἀλλὰ יֵשַׁע «σωτήριο», (6) כְּ «ὡς», ἀλλὰ כְּמוֹ «ὅμοίως» ἢ «ὅμοιος», (7) מִכְשׁוֹל «σκάνδαλον», ἀλλὰ מַכְשֵׁלָה «σκανδαλισμός», (8) צְדָקָה «δικαιοσύνη», ἀλλὰ צֶדֶק «δίκαιον», (9) קֶץ «τέλος», ἀλλὰ קָצָה ,קָצֶה ,קֵצֶה «τέλεσμα» ἢ «τελευταῖον», (10) רַע «κακόν», ἀλλὰ רָעָה «κακία». Στὰ παραδείγματα αὐτὰ ἐμφανίζονται ὅτι ἔπαιξαν εἰδικὰ πρωταρχικὸ ῥόλο στὴν ἐπιλογὴ τῶν ἑλληνικῶν ἀντιστοίχων, δύο ἀρχές: (1) τὸ γένος τῶν ἑβραϊκῶν λέξεων διατηρεῖται καὶ στὰ Ἑλληνικά· λαμβανομένου ὑπ᾿ ὅψη ὅτι τὸ ἀρσενικὸ ἢ τὸ οὐδέτερο τῶν Ἑλληνικῶν ἀντιστοιχεῖ στὸ ἀρσενικὸ τῶν Ἑβραϊκῶν (ὅπως στὶς παραπάνω περιπτώσεις 2, 3, 5, 8, καὶ 10. (2) Οἱ τιθέμενες ἑλληνικὲς λέξεις ἔχουν μικρότερο ἢ μεγαλύτερο μῆκος σχετικὰ μὲ τὸ μῆκος τῆς ἀντίστοιχης ἑβραϊκῆς (ὅπως τὰ παραδείγματα 1, 4, 6-9). Ἡ κορωνίδα ὅμως τῆς μεταφραστικῆς δεξιοτεχνίας ἐπιτεύχθηκε στὸ παράδειγμα μὲ αὔξ. ἀρ. 4, ὅπου μὲ τὶς λέξεις «ἅμα» καὶ «ὁμοῦ» ἀποδόθηκαν ἀντίστοιχα τὰ יחד καὶ יחדו, ὥστε νὰ συμπίπτει ἀκόμη καὶ τὸ πλῆθος τῶν ψηφίων· ἐπὶ πλέον δὲ τὸ «ὁμοῦ» καὶ τὸ יחדו λήγουν μὲ τὸ ἴδιο γράμμα (υ = ו). Ἡ ἐξαιρετικὴ προσήλωση στὴ τήρηση αὐτῶν τῶν διακρίσεων εἶναι ἀξιοθαύμαστη. Ὁ Ἀκύλας πρέπει νὰ διέθεται ὄχι μόνο σιδερένια θέληση, ἀλλὰ καὶ ἀπίστευτη μνήμη, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ τὸ πῶς καταφέρνει νὰ βρίσκει ὁμοιόμορφη ἀπόδοση κάθε ἑβραἱκῆς λέξης ποὺ συναντάει. Φαίνεται ὅτι ἴσως πρὶν ἀρχίσει τὴ μετάφρασή του, κατάρτισε Ἑβραιο-Ἑλληνικὸ Λεξιλόγιο στὸ ὁποῖο καθόρισε, σύμφωνα μὲ πλῆρες σύστημα, τὴν ἑλληνικὴ ἀπόδοση τῶν ἑβραϊκῶν λέξεων.
Ἡ μετάφραση τῆς Βίβλου ἀπὸ τὸν Ἀκύλα πρέπει σὲ μερικὲς περιπτώσεις νὰ ἦταν ἐντελῶς ἀκατάληπτη στοὺς μὴ Ἑβραίους, καὶ δὲν εἶναι ἐκπληκτικὸ ποὺ ὁ Ἱερώνυμος βλέπει σκωπτικὰ ἰδιομορφίες, ὅπως «σὺν τὸν οὐρανὸν καὶ σὺν τὴν γῆν». Ὅμως οἱ Ἑβραῖοι ἐκτιμοῦσαν τὴ μετάφραση αὐτὴ στὸν ὕψιστο βαθμό, καὶ ἐπὶ ἑκατονταετίες τὴ χρησιμοποιοῦσαν καὶ τὴ μεταχειρίζονταν ἀκόμη καὶ κατὰ τὴ λατρεία. Μόνον ὅταν ἀπὸ ὅλες τὶς Ἰουδαϊκὲς Κοινότητες, ἀπ᾿ ἄκρου σ᾿ ἄκρο τῆς Βυζαντινῆς Ἀυτοκρατορίας, ζητήθηκε ἡ μελέτη τῶν ἑβραϊκῶν πρωτοτύπων, ἡ μετάφραση τοῦ Ἀκύλα ἔχασε τὸ κῦρος της καὶ κατὰ συνέπεια ἦρθε καιρὸς ποὺ δὲν ἀπέμειναν ἀπὸ αὐτὴν παρὰ μερικά, μᾶλλον πτωχά, ἀποσπάσματα.
5. Λίγο μετὰ τὸν Ἀκύλα, ἐπίσης κατὰ τὸν 2ο μ.Χ. αἰ., δημιουργήθηκαν δύο ἄλλες ἑλληνικὲς μεταφράσεις: τοῦ Θεοδοτίωνος καὶ τοῦ Συμμάχου.
Ὁ Θεοδοτίων δὲν κατήρτισε ἐντελῶς νέα μετάφραση, ἀλλὰ παίρνοντας τοὺς Ο΄ γιὰ βάση, διόρθωσε τὸ κείμενο αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὸ πρωτότυπο. Ἀσχολήθηκα μὲ δύο χωρία τῆς ἐργασίας του στὸ δοκίμιό μου «Über Theodotion – Lesarten im N.T. und Aquila – Lesarten bei Justin» (Zeitschrift f. d. neutest. Wissenschaft 20 [1921] σσ. 182-189), γιὰ νὰ ἐρευνήσω, κατὰ πόσο οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης — ὅπως ἐπανειλημμένα ὑποστηρίχθηκε — χρησιμοποίησαν τὴ μετάφραση τοῦ Θεοδοτίωνος, ἢ μᾶλλον ἑνὸς ἀρχικοῦ Θεοδοτίωνος. Ἐπειδὴ τὰ δύο αὐτὰ χωρία μποροῦν νὰ ληφθοῦν ὡς ὑποδειγματικὰ τῆς μεθόδου του, θὰ τὰ μνημονεύσω ἐδῶ. Στὸ Ἠσ. 25:8, οἱ Ο΄ ἀποδίδουν τὸ בלע המות לנצח «κατέπιεν ὁ θάνατος ἰσχύσας». Ὁ Θεοδοτίων ἀφήνει ἀμετάβλητο τὸ «κατέπιεν ὁ θάνατος», καὶ ἀρκεῖται ν᾿ ἀντικαταστήσει τὴν ἀπόδοση τῶν Ο΄ τοῦ לנצח, μὲ τὸ ἐντελῶς ἀνακριβὲς «εἰς νίκος». Στὸ Ζαχ. 12:10 οἱ Ο΄ ἔχουν μεταφράσει τὸ והביטו אלי את אשר דקרו «καὶ ἐπιβλέψονται πρός με ἀνθ᾿ ὧν κατωρχήσαντο»· ὁ Θεοδοτίων κρατάει τὸ «καὶ ἐπιβλέψονται πρός με», ἀλλ᾿ ἀντικαθιστὰ τὸ «ἀνθ᾿ ὧν κατωρχήσαντο» μὲ «ὃν ἐξεκέντησαν», ποὺ στηρίζεται σὲ ἄλλο ἑβραϊκὸ κείμενο (רקדו ἀντὶ דקרו). Ὡς πρὸς τὸ «εἰς νίκος» τοῦ πρώτου χωρίου, τὸ Α΄ Κορ. 15:54 φαίνεται νὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὸν Θεοδοτίωνα. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸ Ἰωάνν. 19:37, μὲ τὸ «ὃν ἐξεκέντησαν», προκειμένου γιὰ τὸ δεύτερο χωρίο. Ὅμως, ἡ συμφωνία αὐτή, ὅπως ἔχω δείξει, δὲν δικαιολογεῖ τὸ συμπέρασμα ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀρχικὸς Θεοδοτίων παλαιότερος τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Ἰωάννου.
Ὁ Σύμμαχος κατήρτησε μία ἐντελῶς νέα μετάφραση τῆς Π.Δ. Ὅπως καὶ ὅλοι οἱ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν μεταφραστές, στάθηκε πλησιέστατα στὸ ἑβραϊκὸ κείμενο. Ὅμως, σταθερὰ ἐπεδίωκε ἡ μετάφρασή του νὰ ἔχει ἑλληνικὴ ὀρθοέπεια, και τοῦτο γίνεται φανερό, ἀνάμεσα σὲ ἄλλα παραδείγματα, μὲ τὴν προτίμησή του γιὰ τὴ μετοχικὴ δομὴ τῆς φράσεως, μὲ τὴν ὁποία μεταστρέφει τὴν ἑβραϊκὴ κυρία πρόταση σὲ δευτερεύουσες προτάσεις, ὅπως π.χ. στὸ Γ΄ Βασ. 2:46 – 3:1 והממלכה נכונה ביד שלמה ויתחתן שלמה וגו׳ «τῆς δὲ βασιλείας ἑδρασθείσης ἐν χειρὶ Σαλωμων ἐπιγαμίαν ἐποιήσατο Σαλωμων» κ.λπ.
Ἔγιναν καὶ μερικὲς ἄλλες, μεταγενέστερες, μεταφράσεις μεμονομένων βιβλίων τῆς Π.Δ. Ἀπὸ τὶς μεταφράσεις αὐτὲς διατηρήθηκαν ἕως ἐμᾶς μόνο μερικὰ ἀποσπάσματα καὶ αὐτὰ σχεδὸν μόνο μέσῳ τῶν Ἑξαπλῶν τοῦ Ὠριγένη, ποὺ σὲ συνέχεια θὰ ἐξετάσουμε.
6. Ὅλο τὸ παρὰ πάνω φιλόπονο ἔργο πάνω στὸ κείμενο τῆς Π.Δ. εἶχε ἰσχυρὴ ἐπίδραση στὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα δὲ ἐπενείργησε στὴν ἴδρυση τῆς Χριστιανικῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας. Τότε οἱ προσθῆκες τῶν Χριστιανῶν ἀπαλείφθηκαν ἀπὸ τὸ βιβλικὸ κείμενο. Τὰ παλαιότερα σωζόμενα Ἑλληνικὰ Χειρόγραφα B, S καὶ Α, ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὴν προσθήκη «ἀπὸ ξύλου» στὸ Ψαλ. 95:10, προσθήκη, ποὺ σήμερα διατηρεῖται μόνο στὶς κοπτικὲς καὶ στὶς λατινικὲς μεταγλωττίσεις.
Ὅμως πάνω ἀπ᾿ ὅλους, ὁ Ὠριγένης, ὁ μέγιστος λόγιος τῆς Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς, ἀφοσιώθηκε σὲ ἀφάνταστα ἐντατικὴ σπουδὴ τοῦ κειμένου τῆς Π.Δ. Στὸ περίφημο ὀγκώδες ἔργο του, τὰ «Ἑξαπλᾶ», ποὺ τὸ συνέγραψε στὴν Παλαιστίνη περὶ τὴν 4η δεκαετία τοῦ 3ου μ.Χ. αἰ., ἔθεσε παράλληλα 6 στῆλες: τὸ ἀρχικὸ κείμενο τῆς Π.Δ. μὲ ἑβραϊκοὺς χαρακτῆρες καὶ μεταγραφὴ μὲ χαρακτῆρες ἑλληνικούς, καθὼς καὶ τὶς 4 ἑλληνικὲς μεταφράσεις. Ἀπὸ τὴν ὅλη ταξινόμηση τῶν Ἑξαπλῶν γίνεται φανερό, ὅτι, σὰν λόγιος, ἀναγνώριζε πρωταρχικὸ κῦρος ὄχι στοὺς Ο΄ ἀλλὰ στὸ πρωτότυπο κείμενο, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ καταχώρισε πρῶτο, καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔβαλε τὶς μεταφράσεις τοῦ Ἀκύλα καὶ τοῦ Συμμάχου, ἐπειδὴ εἶχαν τὴν ἐπιτυχέστερη ἀπόδοση τοῦ πρωτοτύπου. Ἐπακολουθοῦσε ἡ μετάφραση τῶν Ο΄ καὶ τέλος αὐτὴ τοῦ Θεοδοτίωνος ὡς ἀναθεώρηση τῆς μεταφράσεως τῶν Ο΄. Ἡ ἴδια μέθοδος παρατηρεῖται στὸ πῶς ὁ Ὠριγένης προσάρμοσε τοὺς Ο΄ ὥστε νὰ τοὺς εὐθυγραμμίσει μὲ τὸ πρωτότυπο κείμενο. Ἀποβλέποντας νὰ ὑποδείξει περικοπὲς τῶν Ο΄ ποὺ ἔλειπαν ἀπὸ τὸ πρωτότυπο, χρησιμοποίησε ὀβελοὺς (−, ⨪, ÷), σύμβολα ποὺ χρησιμοποιοῦνταν στὴν κριτικὴ τῶν κειμένων ἀπὸ τοὺς γραμματικοὺς τῆς Ἀλεξανδρείας, ἰδιαίτερα δὲ ὅσον ἀφορᾶ στὰ ὁμηρικὰ κείμενα, προκειμένου νὰ προσβάλουν μία περικοπὴ ὡς ἐμβόλιμη. Ὁ Ὠριγένης χρησιμοποίησε καὶ αὐτὸς τὸν ὀβελὸ μὲ τὴν ἴδια ἔννοια, ἐπειδὴ στὰ σχόλιά του ἐπὶ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου δηλώνει (Opera ed. Delarue III 672), ὅτι σημείωσε μὲ ὀβελὸ τὶς λέξεις ποὺ δὲν ἀπαντοῦσαν στὸ Ἑβραϊκό, ἐπειδὴ δίσταζε νὰ τὶς διαγράψει ἐντελῶς. Τοῦτο εἶναι φανερὴ ἔνδειξη ὅτι θὰ τὶς ἐξάλειφε ἐντελῶς ἂν θὰ εἶχε τὴν πρόθεση νὰ εἶναι ἀπόλυτα συνεπής. Ἀντίθετα, ὁ Ὠριγένης, ὅπως λέει στὴν ἴδια περικοπή, προσέθεσε ἀπὸ ἄλλες μεταφράσεις, ποὺ συμφωνοῦσαν μὲ τὸ ἑβραϊκὸ κείμενο, ὁτιδήποτε παρέλειπαν οἱ Ο΄, χαρακτηρίζοντάς το μὲ ἕναν ἀστερίσκο (※), σύμβολο παρμένο ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἀλεξανδρινὴ γραμματεία· (πρβλ. Field, Origenis Hexaplorum quae supersunt I, σ. LII κ.ἐ.). Ὅμως, ἐπὶ πλέον, σὲ πολλὲς περιπτώσεις ὁ Ὠριγένης, χωρὶς εἰδικὴ ἔνδειξη, κάνει καὶ ἄλλες μεταβολὲς στοὺς Ο΄, στηριζόμενος στὸ ἀρχέτυπο καὶ στὶς μεταφράσεις ποὺ συμβάδιζαν μὲ αὐτό. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα, διόρθωσε, μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, τοὺς τύπους διαφόρων κυρίων ὀνομάτων, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀπὸ πρωτύτερα εἶχε ἰδιαίτερα ἐνδιαφερθεῖ. Ἐπίσης διόρθωσε στοὺς Ο΄ τὴ σειρὰ τῶν λέξεων στὸ μέτρο ποὺ παρουσίαζαν οὐσιώδη ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ διάταξή τους. Ἡ τελευταία αὐτὴ μεταβολὴ εἶναι γεγονὸς ὅτι χρειαζόταν, ἐπειδὴ ἐπεδιώκετο, οἱ λέξεις ποὺ ἦσαν στὴν ἴδια γραμμή, κάθε μιᾶς ἀπὸ τὶς 6 στῆλες, ν᾿ ἀντιστοιχοῦν μεταξύ τους, ἀφοῦ κάθε γραμμή, καὶ στὶς δύο ἑβραϊκὲς στῆλες, περιλάμβανε κατὰ μέσον ὅρο μόνο 1 ἢ 2 λέξεις, στὶς 4 δὲ ἑλληνικὲς στῆλες 2 ἕως 3 λέξεις.
Τὰ «Ἑξαπλᾶ» τοῦ Ὠριγένη προορίζονταν μόνο γιὰ τοὺς μελετητές. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας λέει, στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἰούλιο τὸν Ἀφρικανό, ἀποσκοποῦσε, αὐτὰ νὰ εἶναι χρήσιμα, κυρίως, σὰν ὅπλο στὴν πολεμικὴ τῶν Χριστιανῶν ἐναντίον τῶν Ἑβραίων — ποὺ συνεχῶς ἐπιπκαλοῦνταν τὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Π.Δ. — ἔτσι ὥστε νὰ δειχθεῖ ὅτι ὁ τρόπος ποὺ αὐτοὶ ἀντιμετώπιζαν τὸ κείμενο τῶν Ο΄ ἐστερεῖτο σοβαρότητας. Σκοπὸς τῶν «Ἑξαπλῶν» ἦταν νὰ βοηθηθοῦν οἱ Χριστιανοὶ στὴν ἐπιτυχὴ ἀντιμετώπιση τῶν Ἑβραίων, χρησιμοποιώντας τὰ ἴδια τους τὰ ὅπλα, ὥστε νὰ κερδίσουν τὴν ἐκτίμησή τους.
Ὅμως, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ τὴ χρησιμοποίηση τῆς Π.Δ. στὴν Ἐκκλησία, ὁ Ὠριγένης ἤθελε νὰ διατηρεῖται τὸ κατὰ παράδοση κείμενο τῶν Ο΄. Γιὰ νὰ δικαιολογήσει δὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη, ἀνέφερε τὴ ῥήση, «μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου». Ἐπὶ πλέον, τὰ «Ἑξαπλᾶ» καὶ τὰ «Τετραπλᾶ» (χωρὶς τὶς δύο ἑβραϊκὲς στῆλες) ἐμποδίζονταν ν᾿ ἀποκτήσουν εὐρύτερη κυκλοφορία ἐξ αἰτίας τοῦ τεράστιου ὄγκου τους, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο δὲν ἄσκησαν τότε ἀποτελεσματικὴ ἐπίδραση στὴν διαμόρφωση τοῦ βιβλικοῦ κειμένου.
7. Ὄχι πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τὸν Ὠριγένη, καὶ πιθανῶς κατὰ τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 3ου μ.Χ. αἰ., μία παρόμοια ἀναθεώρηση τῶν Ο΄ φιλοτεχνήθηκε ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο Λουκιανό, ὁ ὁποῖος ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο στὶς 7 Ἰαν. 312 μ.Χ. καὶ ποὺ ὑπῆρξε ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἑρμηνευτικῆς Σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας. Σὲ μερικὲς περιπτώσεις ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Λουκιανοῦ ὅπως καὶ ἐκείνη τοῦ Ὠριγένη, ἀκολουθεῖ τόσο τὸ ἀρχικὸ κείμενο, ὅσο καὶ τὶς μεταγενέστερες μεταφράσεις. Ὅμως, ὁ Λουκιανὸς συχνότατα ἐργάζεται μὲ πολὺ μεγάλη ἐλευθερία πάνω στοὺς Ο΄, σὲ πολλὲς περιπτώσεις γραμματικῶν ἢ ἐκφραστικῶν ζητημάτων. Π.χ. ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς ἀττικιστικῆς κινήσεως τῆς ἐποχῆς, ἀντικαθιστᾶ τοὺς ἑλληνιστικοὺς τύπους τῶν Ο΄, ὅπως ἐλάβοσαν, εἶπαν, τὸ ἔλεος, μὲ τύπους ἀττικούς, ἔλαβον, εἶπον, ὁ ἔλεος.
Ἀντίθετα πρὸς τὸν Ὠριγένη, τοῦ ὁποίου ἡ ἀναθεώρηση τῆς μεταφράσεως τῶν Ο΄ ἀπέβλεπε κυρίως στὸ νὰ ἐξυπηρετήσει σκοποὺς ἐρευνητικοὺς καὶ ἐπιστημονικούς, ὁ Λουκιανός, ὅπως φαίνεται, ἀπέβλεπε πρὸς σκοποὺς πρακτικούς· πράγματι δέ, καθ᾿ ὅλα τὰ φαινόμενα, ἡ ἀναθεώρησή του γρήγορα ἔλαβε μεγάλη διάδοση. Σὲ τοῦτο, σημαντικὸ ῥόλο ἔπαιξαν ἐπιφανεῖς θεολόγοι καὶ κληρικοὶ τῆς Ἑρμηνευτικῆς Σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας. Μέσῳ αὐτῶν, ἡ ἀναθεώρηση τοῦ Λουκιανοῦ ἔφθασε στὴν Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ εὔκολα ἐξασφάλισε πλατειὰ διάδοση. Σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία, ποὺ ὅπως εἶναι γνωστὸ παρέχει ὁ Ἱερώνυμος, ἡ μετάφραση αὐτὴ ἐπικρατοῦσε ἀπὸ τὸ 400 μ.Χ., σὲ ὅλη τὴν ἔκταση ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὣς τὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅσο ἀφορᾶ στὸ Ψαλτήριο, καθὼς καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ κείμενο τοῦ Λουκιανοῦ ἔφθασε μὲ τὸν καιρὸ νὰ παραμερίσει ὅλες τὶς ἄλλες μορφὲς κειμένων.
8. Ὅμως, ἡ ἐπιτυχία τῆς Σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας, ἂν ἡ ἄποψή μου εἶναι σωστή, εἶχε τόση ἐπίδραση στὴν Παλαιστίνη, ὥστε νὰ προκαλέσει, παρόμοιες προσπάθειες πού, κατὰ πάσα πιθανότητα, ὀφείλονταν σὲ ἀντίδραση κατὰ τῆς Ἀντιοχείας. Στὴν Παλαιστίνη, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰ., ὁ Πάμφιλος, ποὺ πέθανε μαρτυρικὰ τὸ 309 μ.Χ., ἱδρυτὴς θεολογικῆς σχολῆς καὶ περίφημης βιβλιοθήκης στὴν Καισάρεια, καὶ ὁ ὁποῖος ἦταν ἐνθουσιώδης θαυμαστὴς τοῦ Ὠριγένη, ἔφερε στὴν ἐπιφάνεια τὸ ὠριγένειο κείμενο τῶν Ο΄, καὶ σὲ συνεργασία μὲ τὸν μαθητή του Εὐσέβιο, τὸν διάσημο συγγραφέα τῆς «Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας», τὸ ἐξέδωσε μεμονωμένο. Αὐτὸ ἔγινε, ὅπως φαίνεται, μὲ συνειδητὴ ἀντίθεση πρὸς τὴ Σχολὴ τῆς Ἀντιοχείας, καὶ μὲ τὴν πρόθεση νὰ ἐπιτύχει τὴ γενικὴ παραδοχὴ τοῦ κειμένου τοῦ Ὠριγένη. Ἔτσι, τὸ ὠριγένειο κείμενο τῶν Ο΄, ἀπέκτησε γιὰ πρώτη φορὰ πλατειὰ διάδοση, ἐνῷ ὣς τότε ἔμενε θαμμένο μέσα στὸν δυσανάλογο ὄγκο τῶν «Ἑξαπλῶν» καὶ τῶν «Τετραπλῶν». Κατὰ τὸν Ἱερώνυμο, ἐπικρατοῦσε στὴν Παλαιστίνη κατὰ τὸ 400 μ.Χ.
9. Ὁ Ἱερώνυμος μνημονεύει καὶ μιὰ τρίτη ἀναθεώρηση, ποὺ ἀποδίδεται σὲ κάποιον Ἡσύχιο, γιὰ τὸν ὁποῖο λίγα εἶναι γνωστά. Αὐτὴ εἶχε ἐπικρατήσει στὴν Αἴγυπτο περὶ τὸ 400 μ.Χ., καὶ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑφίσταται γιὰ 100 περίπου χρόνια. Δὲν ἔχουμε ὣς τώρα ἐπαρκεῖς πληροφορίες σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν τρίτη ἀναθεώρηση.
10. Τὸ κείμενο τοῦ Ὠριγένη χαρακτηρίζεται (στὴν παρούσα ἔκδοση) μὲ Ο, τοῦ Λουκιανοῦ μὲ L καὶ μιὰ ἄλλη, κάπως μεταγενέστερη ἀναθεώρηση, ποὺ διασώθηκε στὴν μεγάλη σειρὰ (magna Catena) τῶν 16 προφητῶν μὲ ἕνα C.
Henry Barclay Swete
Εδώ το βιβλίο: An introduction to the Old Testament in Greek
Εδώ η πηγή: ccel
Μετάφραση της εισαγωγής στους Εβδομήκοντα του Henry Barclay Swete
Η Ελληνική εκδοχή της Αλεξάνδρειας
Μέρος 1ο, Κεφάλαιο 1ο
1. Μια Ελληνική εκδοχή, οποιουδήποτε τμήματος της Παλαιάς Διαθήκης, προϋποθέτει συναναστροφή μεταξύ του Ισραήλ και ενός ελληνόφωνου λαού. Όσο η Εβραϊκή φυλή διατηρούσε την αποξένωσή της, δεν προέκυπτε καμία αφορμή για τη μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών σε άλλη γλώσσα. Όσον αφορά τις χώρες δυτικά της Παλαιστίνης, η αποξένωση αυτή συνεχίστηκε μέχρι την εποχή του Αλεξάνδρου· είναι επομένως απίθανο να υπήρχε εκεί οποιαδήποτε Ελληνική εκδοχή των Γραφών πριν από εκείνη την εποχή. Μεταξύ των Αλεξανδρινών Ιουδαίων του 2ου αι. π.Χ. υπήρχε η αόριστη πεποίθηση ότι ο Πλάτωνας και άλλοι Έλληνες φιλοσοφικοί συγγραφείς, όφειλαν μέρος της διδασκαλίας τους σε μια τέτοια πηγή. Έτσι ο Αριστόβουλος (απ. Κλήμη τού Αλεξανδρινού, Στρωματείς 1:22· πρβλ. Ευσεβίου προπαρασκευής Ευαγγελικής 13:12) γράφει: «κατηκολούθηκε δὲ καὶ ὁ Πλάτων τῇ καθ᾿ ἡμᾶς νομοθεσίᾳ, καὶ φανερός ἐστι περιεργασάμενος ἕκαστα τῶν ἐν αὐτῇ λεγομένων. διηρμήνευται δὲ πρὸ Δημητρίου ὑφ᾿ ἑτέρου, πρὸ τῆς Ἀλεξάνδρου καὶ Περσῶν ἐπικρατήσεως, τά τε κατὰ τὴν ἐξ Αἰγύπτου ἐξαγωγὴν τῶν Ἐβραίων τῶν ἡμετέρων πολιτῶν καὶ ἡ τῶν γεγονότων ἁπάντων αὐτοῖς ἐπιφάνεια καὶ κράτησις τῆς χώρας καὶ τῆς ὅλης νομοθεσίας ἐπεξήγησις». Λέξεις που φαίνεται να υπονοούν την ύπαρξη πριν από το 400 π.Χ. μιας μετάφρασης που περιλάμβανε τουλάχιστον τα βιβλία της Εξόδου, του Δευτερονομίου και του Ιησού του Ναυή. Ένας παρόμοιος ισχυρισμός έχει βρεθεί στη δήλωση που αποδίδεται από τον Ψευδο-Αριστέα στον Δημήτριο του Φαλήρου: «τοῦ νόμου τῶν Ἰουδαίων βιβλία... οὐχ ὡς ὑπάρχει σεσήμανται, καθὼς ὑπὸ τῶν εἰδότων προσαναφέρεται» (βλ. prolegomena σελ. xiii Tischendorf στο κάτω περιθώριο αρ. 2). Αλλά δεν έχουν παραχθεί αποσπάσματα αυτών των πρώτων μεταφράσεων, και είναι περισσότερο από πιθανό, ότι η ιστορία προέκυψε από την επιθυμία των ελληνιστών Ιουδαίων να βρουν μια Εβραϊκή προέλευση για τα καλύτερα στοιχεία της Ελληνικής σκέψης.
2. Η παλαιότερη και σημαντικότερη από τις σωζόμενες Ελληνικές εκδοχές της Παλαιάς Διαθήκης ήταν απόγονος της “Ελληνικής Διασποράς” («ἡ διασπορὰ τῶν Ἑλλήνων», κατά Ιωάννη 7:35), η οποία ξεκίνησε με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Οι Εβραίοι Προφήτες προέβλεπαν ότι ήταν το πεπρωμένο της φυλής τους να διασκορπιστεί σε όλο τον κόσμο (Δευτ. 28:25, 30:4, Ιερεμ. 15:4, 34:17 [βλ. 41:17]). Η λέξη διασπορά που χρησιμοποιείται από τους Έλληνες μεταφραστές σε αυτά και παρόμοια χωρία (πρβλ. Β΄ Εσδρ. 11:9, Ψαλμ. 138 [139] tit. [Aa / T › Αa = ο Αλεξανδρινός Κώδικας διορθωμένος από 2ο χέρι, ο οποίος έχει τίτλο "εἰς τὸ τέλος τῷ δαυὶδ ψαλμὸς ζαχαρίου ἐν τῇ διασπορᾴ" {Ψαλμός ΡΛΗ, CSNTM image Id 143277, δεν διακρίνεται εύκολα} / Τ = Κώδικας Turicensis των Ψαλμών 7ος αι. μ.Χ., ΡΛΗ], 146:2 [147], Ιουδίθ 5:19, Ησα. 49:6, Ιερεμ. 13:14 [Κώδικας א* {Σιναϊτικός}, 2η σειρά στη μέση], Δανιήλ 12:2 [Ο΄], Β΄ Μακκ. 1:27) έγινε ο τεχνικός Ελληνικός όρος για τις Ιουδαϊκές κοινότητες σε άλλες χώρες, είτε εγκαταστάθηκαν εκεί με βίαιη απέλαση είτε με δική τους ελεύθερη πρωτοβουλία (κατά Ιωάννου 7:35, Ιακώβου 1:1, Α΄ Πέτρου 1:1). Οι εγκαταστάσεις αυτές ήταν αρχικά υποχρεωτικές και περιορίζονταν σε χώρες ανατολικά της Παλαιστίνης. Μεταξύ του 8ου και του 6ου αι. π.Χ. το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, τόσο του Βόρειου όσο και του Νότιου Βασιλείου, σαρώθηκε από τους Ασσυρίους και Βαβυλωνίους κατακτητές (Β΄ [Δ΄ για Ο΄] Βασιλέων 17:6, 24:14 και εξής, 25:11 και εξής, 21 και εξής). Ένα μέρος της Βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας επέστρεψε (Έσδρας 1:2 και εξής [Β΄ Έσδρας Ο΄]), αλλά η Βαβυλωνία και η Μεσοποταμία συνέχισαν να αποτελούν την πατρίδα μεγάλου αριθμού Ιουδαίων εποίκων (Τωβ. 1:14 κ.εξής, Δ΄ Έσδρ. 13:39 κ.εξής, Φίλων ad Cai. [on the embassy to Gaius] 36/XXXVI [βλ. στίχους 281-283], Πράξεις 2:9, Ιώσηπος Αρχ. 11:5.2, 15:3.1, 18:9.1 κ.εξής). Αυτή η “Ανατολική” διασπορά δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει εδώ. Καμία Βιβλική εκδοχή, με την αυστηρότερη έννοια, δεν είχε την προέλευσή της στη Βαβυλωνία· εκεί, όπως και στην Παλαιστίνη, οι υπηρεσίες του διερμηνέα της συναγωγής (מְתוּרְגְּמָן › μεθουργεμάν) αρκούσαν για την απόδοση των κειμένων στα Αραμαϊκά, και δεν εκδηλώθηκε καμία επιθυμία εκ μέρους του εθνικού πληθυσμού να εξοικειωθεί με τις Εβραϊκές Γραφές. Η ανάγκη για γραπτή μετάφραση των βιβλίων του κανόνα προέκυψε μεταξύ των Ιουδαίων που ήρθαν σε επαφή με τον Ελληνικό πολιτισμό. Η Αίγυπτος ήταν η πρώτη πατρίδα των ελληνιστών Ιουδαίων, και στο Αιγυπτιακό έδαφος ξεκίνησε η πρώτη Ελληνική εκδοχή της Παλαιάς Διαθήκης.
3. Πολύ πριν από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Αίγυπτος διέθετε τον πυρήνα μιας Ιουδαϊκής αποικίας. Ο Shashanq (ο Σισάκ του Α΄ Βασιλέων [Γ΄ για Ο΄ › Σουσακίμ] 14:25 κ.εξ., Β΄ Χρον. 12:2 κ.εξ.), ο οποίος εισέβαλε στην Παλαιστίνη τον 10ο αι. π.Χ., μπορεί να μετέφερε στην Αίγυπτο αιχμαλώτους ή ομήρους από τις κατακτημένες πόλεις, τα ονόματα των οποίων εμφανίζονται ακόμη στους τείχους του ναού του Καρνάκ. Ο Ησαΐας (19:19 κ.εξής) προέβλεψε ότι θα πρέπει να έρθει μια εποχή κατά την οποία η θρησκευτική επιρροή του Ισραήλ θα γινόταν αισθητή στις όχθες του Νείλου, ενώ προσπάθησε να ελέγξει την πολιτική που οδήγησε τον Ιούδα να αναζητήσει καταφύγιο από την Ασσυριακή επιθετικότητα σε μια Αιγυπτιακή συμμαχία (30:1 κ.εξής). Λέγεται ότι Ιουδαίοι μισθοφόροι πολέμησαν στην εκστρατεία του Ψαμμήτιχου Α΄ κατά της Αιθιοπίας γύρω στο 650 π.Χ. (πρβλ. Ψευδο-Αριστέας: «ἑτέρων ξυμμαχιῶν ἐξαπεσταλμένων πρὸς τὸν τῶν Αἰθιόπων βασιλέα μάχεσθαι σὺν Ψαμμιτίχῳ» [αριστερά στη μέση]). Ο πανικός που ακολούθησε της δολοφονίας του Γεδαλία οδήγησε πλήθος Ιουδαίων φυγάδων στην Αίγυπτο, όπου εγκαταστάθηκαν στο Migdol (Μάγδωλος), Tahpanhes (Ταφνάς = Δάφνη), Noph (Μέμφις) και Pathros (Παθούρη), δηλ. σε όλο το Δέλτα, ακόμη και στην άνω Αίγυπτο· και οι απόγονοι εκείνων που επέζησαν αναπληρώθηκαν, αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Ψευδο-Αριστέα, από άλλους που εισήλθαν στην Αίγυπτο κατά την Περσική περίοδο («ἤδη μὲν καὶ πρότερον ἱκανῶν εἰσεληλυθότων σὺν τῷ Πέρσῃ» [αριστερά στη μέση στην αρχή της παρένθεσης]). Αυτοί οι παλαιότεροι έποικοι ήταν πιθανώς από τους πρώτους που επωφελήθηκαν από την πολιτική του Αλεξάνδρου, και μπορεί να είχαν εν μέρει εξελληνιστεί πριν από τη γέννησή του.
4. Η νίκη του Αλεξάνδρου στην Ισσό το 333 π.Χ. άνοιξε την πύλη της Συρίας στον κατακτητή. Τον επόμενο χρόνο έλαβε την υποταγή της Τύρου και της Γάζας και, σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ήταν έτοιμος να προελάσει κατά της Ιερουσαλήμ, όταν η πολιτεία του αρχιερέα τον απέτρεψε από τον σκοπό του. Είτε γίνουν δεκτά τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της ιστορίας είτε όχι, είναι βέβαιο ότι η μετέπειτα πολιτική του Αλεξάνδρου ήταν ευνοϊκή για τους Ιουδαίους. Η μεγαλοφυΐα του ανακάλυψε στον Ιουδαϊκό λαό ένα όργανο κατάλληλα προσαρμοσμένο να τον βοηθήσει στην πραγματοποίηση του σκοπού του να φέρει κοντά την Ανατολή και τη Δύση. Οι Ιουδαίοι υπηρέτησαν στο στρατό του (Ἑκαταίου απολογία, απ᾿ τον Ιώσηπο contra Apionem 1:22 [στίχος 200, εκ μέρους του Εκαταίου μιλάει απ᾿ το στίχο 183] «ἔτι γε μὴν ὅτι καὶ Ἀλεξάνδρῳ τῷ βασιλεῖ συνεστρατεύσαντο καὶ μετὰ ταῦτα τοῖς διαδόχοις αὐτοῦ μεμαρτύρηκεν»)· και ήταν τέτοια η αίσθησή του για την πίστη και το θάρρος τους που όταν ιδρύθηκε η Αλεξάνδρεια (332 π.Χ.), παρόλο που το σχέδιο του κατακτητή ήταν να ανεγείρει ένα μνημείο για τον εαυτό του που θα έπρεπε να είναι κατά βάση Ελληνικό, όχι μόνο παραχώρησε μια θέση στη νέα του πόλη σε Ιουδαίους αποίκους, αλλά τους δέχθηκε και ως πλήρεις πολίτες.
Ιώσηπος. Αρχ. 19:5.2 [στίχος 281] «ἐπιγνοὺς ἀνέκαθεν τοὺς ἐν Ἀλεξανδρεία Ἰουδαίους... ἴσης πολιτείας παρὰ τῶν βασιλέων τετευχότας». contra Apionem 2:4 [στίχος 42β-43α] «οὐ γὰρ ἀπορίᾳ γε τῶν οἰκησόντων τὴν μετὰ σπουδῆς ὑπ᾿ αὐτοῦ κτιζομένην Ἀλέξανδρος τῶν ἡμετέρων τινὰς ἐκεῖ συνήθροισεν, ἀλλὰ πάντας δοκιμάζων ἐπιμελῶς ἀρετῆς καὶ πίστεως τοῦτο τοῖς ἡμετέροις τὸ γέρας ἔδωκεν». B. J. [De bello Judaico libri vii] 2:18.7 [στίχος 487β] «χρησάμενος προθυμοτάτοις κατὰ τῶν Αἰγυπτίων Ἰουδαίοις Ἀλέξανδρος γέρας τῆς συμμαχίας ἔδωκεν τὸ μετοικεῖν κατὰ τὴν πόλιν ἐξ ἴσου μοίρας πρὸς τοὺς Ἕλληνας».
Ο Mommsen πράγματι (Provinces, E. T. [τόμος 2] σελ. 162 [κάτω στο περιθώριο]) εκφράζει μια αμφιβολία για το αν η παραχώρηση της ιθαγένειας έγινε πριν από την εποχή του Πτολεμαίου Α΄, αλλά ελλείψει άμεσων αποδείξεων για το αντίθετο, η επαναλαμβανόμενη δήλωση του Ιώσηπου δικαιολογεί την πεποίθηση ότι προήλθε από τον Αλέξανδρο.
5. Ο πρόωρος θάνατος του Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) κατέστρεψε το ευρύτερο σχέδιό του, αλλά η Ιουδαϊκή αποικία στην Αλεξάνδρεια συνέχισε να ακμάζει υπό τους Πτολεμαίους, οι οποίοι διαδέχθηκαν τη διακυβέρνηση της Αιγύπτου.
Μπορεί να ωφελεί να τοποθετηθούν εδώ για αναφορά τα ονόματα και οι ημερομηνίες των προηγούμενων Πτολεμαίων. 1. Λαγί [Λάγου ή Λαγίδης] ή Σωτήρ (322 – 285 π.Χ.). 2. Φιλάδελφος (285 – 247 π.Χ.). 3. Ευεργέτης Α΄ (247 – 222 π.Χ.). 4. Φιλοπάτωρ Α΄ (222 – 205 π.Χ.). 5. Επιφανής (205 – 182 π.Χ.). 6. Ευπάτωρ (182 π.Χ.). 7. Φιλομήτωρ (182 – 146 π.Χ.). 8. Φιλοπάτωρ Β΄ (146 π.Χ.). 9. Ευεργέτης Β΄, επίσης γνωστός ως Φύσκων (146 – 117 π.Χ.). Για τη σύντομη βασιλεία του Ευπάτορα και του νεότερου Φιλοπάτορα δεν είναι τίποτα γνωστό.
Ο πρώτος Πτολεμαίος αύξησε σημαντικά τον Ιουδαϊκό πληθυσμό της Αλεξάνδρειας. Οι εκστρατείες του στην Παλαιστίνη και η κατάληψη της Ιερουσαλήμ έθεσαν στα χέρια του μεγάλο αριθμό Ιουδαίων και Σαμαρειτών αιχμαλώτων, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Αλεξάνδρεια, όπου πολλοί από αυτούς απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα. Η αναφορά της φιλελευθερίας του βασιλιά προς τους αιχμαλώτους του και της ευημερίας τους στην Αίγυπτο προσέλκυσε και άλλους Παλαιστίνιους στην Αλεξάνδρεια, και πολλοί ήρθαν εκεί ως εθελοντές άποικοι.
Ιώσηπος Αρχ. 12:1 1 [στίχος 7-9] «ὁ δὲ Πτολεμαῖος πολλοὺς αἰχμαλώτους λαβὼν ἀπό τε τῆς ὀρεινῆς Ἰουδαίας καὶ τῶν περὶ Ἰεροσόλυμα τόπων καὶ τῆς Σαμαρείτιδος καὶ τῶν ἐν Γαριζείν, κατῴκισεν ἅπαντας εἰς Αἴγυπτον ἀγαγών· ἐπεγνωκὼς δὲ τοὺς ἀπὸ τῶν Ἰεροσολύμων περί [τε] τὴν τῶν ὅρκων φυλακὴν καὶ τὰς πίστεις βεβαιοτάτους ὑπάρχοντας . . . πολλοὺς αὐτῶν [εἰς τὰ φρούρια καταλοχίσας καὶ] τοῖς Μακεδόσιν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ποιήσας ἰσοπολίτας [ὅρκους ἔλαβεν παρ᾿ αὐτῶν, ὅπως τοῖς ἐκγόνοις τοῦ παραθεμένου τὴν πίστιν διαφυλάξωσιν.]· οὐκ ὀλίγοι δὲ οὐδὲ τῶν ἄλλων Ἰουδαίων εἰς τὴν Αἴγυπτον παρεγίγνοντο, τῆς τε ἀρετῆς τῶν τόπων αὐτοὺς καὶ τῆς τοῦ Πτολεμαίου φιλοτιμίας προκαλουμένης».
Μια ξεχωριστή συνοικία της πόλης ανατέθηκε στην αποικία (Στράβων απολογία απ᾿ τον Ιώσηπο [ξεκινάει απ᾿ το στίχο 112] Αρχ. 14:7.2 [στίχος 117] «τῆς Ἀλεξανδρείας[-έων] πόλεως ἀφώρισται μέγα μέρος τῷ ἔθνει τούτῳ»)· βρισκόταν στα βορειοανατολικά της Αλεξάνδρειας, κατά μήκος της ακτής, κοντά στο βασιλικό ανάκτορο. Εδώ οι Ιουδαίοι ζούσαν υπό τον δικό τους εθνομάρτυρα, ο οποίος ασκούσε δικαστική εξουσία σε όλες τις υποθέσεις μεταξύ Ιουδαίων και Ιουδαίων. Τους επιτρεπόταν να ακολουθούν τη δική τους θρησκεία και να τηρούν τα εθνικά τους έθιμα χωρίς ενοχλήσεις. Συναγωγές εμφανίστηκαν όχι μόνο στην Ιουδαϊκή συνοικία, αλλά αργότερα σε κάθε μέρος της πόλης (Φίλων ad Cai. 20[?], in Flacc. 6[?]). Την εποχή του Φιλομήτορα οι Ιουδαίοι βρίσκονταν τόσο ψηλά στη βασιλική εύνοια, ώστε τους επέτρεψαν να μετατρέψουν έναν εγκαταλελειμμένο Αιγυπτιακό ναό στη Λεοντόπολη ως πανομοιότυπο του ναού της Ιερουσαλήμ, και η Ιουδαϊκή τελετουργία γιορταζόταν εκεί μέχρι μετά την πτώση της Αγίας Πόλης, οπότε οι Ρωμαίοι έβαλαν ένα τέλος (Ιώσηπος Αρχ. 12:9.7 [388], 13:3.1 [όλο], B. J. 7:10.4 [όλο]). Υπό αυτές τις συνθήκες δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι λίγο μετά τη Χριστιανική εποχή η Ιουδαϊκή αποικία στην Αίγυπτο ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο, αποτελώντας το 1/8 του πληθυσμού (Φίλων in Flacc. 6 [αριστερά πάνω], Ιώσηπος contra Apionem 2:4 [όλο]). Στο Φαγιούμ ιδρύθηκαν χωριά από Ιουδαίους, οι οποίοι ζούσαν επί ίσοις όροις με τους Έλληνες. Ούτε οι Ιουδαίοι έποικοι στις Αφρικανικές ακτές περιορίζονταν στο Δέλτα ή στην Αίγυπτο. Μια θυγατρική αποικία ιδρύθηκε στην Κυρηναϊκή από τον Α΄ Πτολεμαίο, και στην Κυρήνη όπως και στην Αλεξάνδρεια οι Ιουδαίοι αποτελούσαν σημαντικό τμήμα της κοινότητας. Ο Ιουδαίος της Κυρήνης μάς συναντά ήδη από τις ημέρες των Μακκαβαίων (Α΄ Μακκ. 15:23, Β΄ Μακκ. 2:23), και ήταν μια οικεία μορφή στην Ιερουσαλήμ κατά την Αποστολική εποχή (Ματθ. 27:32, Πράξεις 2:10, 6:9, 11:20, 13:1, βλ. Ιώσηπο Αρχ. 14:7.2 [από στίχο 114 κι έπειτα]).
6. Οι Ιουδαίοι της Διασποράς διατήρησαν παντού τη θρησκεία τους και την πίστη τους στους εθνικούς θεσμούς. Σε κάθε μια από αυτές τις εγκαταστάσεις μεταξύ των εθνικών λαών η Ιερή Πόλη διέθετε μια κόρη, της οποίας η προσκόλληση σε αυτήν δεν ήταν λιγότερο ισχυρή από εκείνη των τέκνων της στην πατρίδα. Η “Ιερουσαλήμ”, σύμφωνα με τα λόγια του Αγρίππα, “ήταν η μητέρα πόλη, όχι μιας μόνο χώρας, αλλά των περισσότερων χωρών του κόσμου, μέσω των αποικιών που έστειλε σε διάφορες εποχές”. Καμία αποικία δεν ήταν πιο υπάκουη από την Αλεξανδρινή. Η κατοχή ενός τοπικού ιερού στη Λεοντόπολη δεν αποδυνάμωσε την αφοσίωσή της στο ναό της Ιερουσαλήμ· προσκυνήματα εξακολουθούσαν να γίνονται στην Ιερουσαλήμ τις μεγάλες εορτές (Φίλων απολ. Ευσεβίου προπαρασκευής Ευαγγελικής 8:14.64 [9:3.64?]· πρβλ. Πράξεις 2:10)· ο φόρος του ναού εισπράττονταν στην Αίγυπτο με όχι λιγότερη ακρίβεια από ό,τι στην Παλαιστίνη (Φίλων de monarch. 2:3?). Αλλά ήταν αδύνατο για τους Ιουδαίους, που επί γενεές περνούσαν τη ζωή τους και ασκούσαν τις επιχειρήσεις τους σε Ελληνικές πόλεις, να διατηρήσουν τη Σημιτική τους ομιλία. Στην Παλαιστίνη, μετά την Επιστροφή, η Αραμαϊκή πήρε σταδιακά τη θέση της Εβραϊκής στις συνήθεις συναναστροφές, και μετά την εποχή του Αλεξάνδρου η Ελληνική έγινε σε κάποιο βαθμό αντίπαλος της Αραμαϊκής. Στην Αλεξάνδρεια η γνώση της Ελληνικής γλώσσας δεν αποτελούσε απλή πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα της κοινής ζωής. Αν και δεν απαιτούνταν από το κράτος ως προϋπόθεση για την ιδιότητα του πολίτη, ωστόσο το προσωπικό συμφέρον ανάγκαζε τους κατοίκους μιας Ελληνικής πρωτεύουσας να αποκτήσουν τη γλώσσα των αγορών και της αυλής. Μια ή δύο γενεές μπορεί να αρκούσαν για να συνηθίσουν οι Αλεξανδρινοί Ιουδαίοι στη χρήση της Ελληνικής γλώσσας. Οι Ιουδαίοι έποικοι στην κάτω Αίγυπτο, που βρίσκονταν εκεί κατά τον ερχομό του Αλεξάνδρου, είχαν πιθανότατα αποκτήσει κάποια γνώση της Ελληνικής γλώσσας πριν από την ίδρυση της νέας του πόλης· και τα τέκνα των μισθοφόρων του Αλεξάνδρου, καθώς και πολλοί από τους μετανάστες από την Παλαιστίνη την εποχή του Σωτήρος, μπορεί κάλλιστα να ήταν πρακτικά δίγλωσσοι. Κάθε χρόνος διαμονής στην Αλεξάνδρεια θα αύξανε την εξοικείωσή τους με την Ελληνική γλώσσα και θα αποδυνάμωνε την επιρροή τους στην ιερή γλώσσα. Οποιαδήποτε προκατάληψη που μπορεί να υπήρχε κατά της χρήσης μιας ξένης γλώσσας θα εξαφανιζόταν γρήγορα κάτω από έναν κανόνα που εξασφάλιζε πλήρη ελευθερία στη λατρεία και την πίστη. Η υιοθέτηση της Ελληνικής γλώσσας ήταν ένας φόρος τιμής που οι Αλεξανδρινοί Ιουδαίοι απέδιδαν ευχαρίστως στη μεγάλη εθνικιστική κοινότητα που τους φιλοξενούσε και τους φρόντιζε.
Όμως η ελληνική γλώσσα που έμαθαν να μιλούν οι Ιουδαίοι της Αλεξάνδρειας δεν ήταν ούτε η λογοτεχνική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι λόγιοι του Μουσείου, ούτε η τεχνητή μίμησή της από τους ελληνιστές συγγραφείς του 2ου και του 1ου αι. π.Χ. Ήταν βασισμένη στην καθομιλουμένη των δρόμων και των αγορών της Αλεξάνδρειας· ένα μείγμα, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, της αρχαίας καθομιλουμένης γλώσσας της Ελλάδος με στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί από τη Μακεδονία, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Σε αυτή την μικτή ομιλία η Ιουδαϊκή αποικία θα εισήγαγε, όταν έγινε το σύνηθες όργανο επικοινωνίας τους, μία έντονη νότα Σημιτικής σκέψης και όχι λίγες αναμνήσεις Εβραϊκής ή Αραμαϊκής λεξικογραφίας και γραμματικής. Τέτοιο είναι, πάντως, το μνημείο της Ιουδαιο-Αιγυπτιακής Ελληνικής γλώσσας που σώζεται στους παλαιότερους Βιβλικούς Κώδικες των λεγόμενων Εβδομήκοντα.
7. Οι “Εβδομήκοντα”, ή η Ελληνική εκδοχή της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία ήταν στο σύνολό της έργο των Αλεξανδρινών Ιουδαίων, είναι, ολόκληρη γραμμένη, η “Interpretatio septuaginta virorum” ή “seniorum” (= Ερμηνεία των εβδομήντα ανδρών, ή πρεσβυτέρων), δηλαδή η μετάφραση της οποίας το πρώτο μέρος αποδόθηκε από την Αλεξανδρινή παράδοση σε εβδομήντα ή εβδομήντα δύο Ιουδαίους πρεσβυτέρους. Στα αρχαιότερα Ελληνικά χειρόγραφα της Παλαιάς Διαθήκης περιγράφεται ως η εκδοχή “σύμφωνα με τους Εβδομήκοντα” («κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, παρὰ ἑβδομήκοντα», OT in Greek Τ. 1 σελ. 103, T. 2 σελ. 479 [κάτω στο περιθώριο]), και παρατίθεται με τον τύπο «οἱ ο΄» ή «οἱ οβ΄». Όλοι οι τύποι του ονόματος παραπέμπουν σε μια κοινή πηγή, την ιστορία της προέλευσης της εκδοχής που αναφέρεται στην ψευδώνυμη επιστολή με τίτλο “Ἀριστέας Φιλοκράτει” (βλ. Λογοτεχνία [Literature] σελ. 10 του βιβλίου, και στο παράρτημα [Appendix] του βιβλίου "The Letter of Aristeas" και "Ἀριστέας Φιλοκράτει").
8. Ο συγγραφέας δηλώνει ότι είναι αυλικός στην υπηρεσία του Φιλαδέλφου, ένας Έλληνας που ενδιαφέρεται για τις αρχαιότητες του Ιουδαϊκού λαού. Απευθυνόμενος στον αδελφό του Φιλοκράτη, αναφέρει το θέμα ενός ταξιδιού που είχε κάνει πρόσφατα στην Ιερουσαλήμ. Φαίνεται ότι ο Δημήτριος Φαληρέας, ο οποίος περιγράφεται ως βιβλιοθηκάριος της βασιλικής βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια, είχε σε συνομιλία με τον βασιλιά εκπροσωπήσει τη σημασία της προμήθειας για τη βιβλιοθήκη μιας μετάφρασης των Ιουδαϊκών νόμων («τὰ τῶν Ἰουδαίων νόμιμα μεταγραφῆς ἄξια καὶ τῆς παρὰ σοὶ βιβλιοθήκης εἶναι» [στίχος 10]). Ο Φιλάδελφος συμφώνησε με την πρόταση και έστειλε πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ με επιστολή προς τον αρχιερέα Ελεάζαρ, με την οποία ζητούσε απ᾿ τον τελευταίο, να στείλει στην Αλεξάνδρεια έξι πρεσβυτέρους με γνώση του νόμου από κάθε μία από τις φυλές του Ισραήλ για να εκτελέσουν το έργο της μετάφρασης. Σε εύθετο χρόνο, οι εβδομήντα δύο πρεσβύτεροι, τα ονόματα των οποίων παρατίθενται, έφθασαν στην Αίγυπτο, φέρνοντας μαζί τους ένα αντίγραφο του Εβραϊκού νόμου γραμμένο με χρυσά γράμματα πάνω σε ρόλους που αποτελούνταν από δέρματα («σὺν... ταῖς διαφόροις διφθέραις ἐν αἷς ἡ νομοθεσία γεγραμμένη χρυσογραφίᾳ τοῖς Ἰουδαϊκοῖς γράμμασι» [στίχος 176]). Ακολούθησε συμπόσιο, κατά το οποίο ο βασιλιάς δοκίμασε τις ικανότητες των Ιουδαίων πρεσβυτέρων με δύσκολες ερωτήσεις. Ύστερα από τρεις ημέρες άρχισε το έργο της μετάφρασης. Οι μεταφραστές οδηγήθηκαν από τον Δημήτριο κατά μήκος του Επτασταδίου στο νησί Φάρος, όπου τους παραχωρήθηκε για χρήση ένα κτίριο κατάλληλα επιπλωμένο και απομακρυσμένο από τους περισπασμούς της πόλης. Εδώ ο Δημήτριος, σύμφωνα με τα λόγια του Αριστέα, “τους παρότρυνε να ολοκληρώσουν το έργο της μετάφρασης, αφού ήταν καλά εφοδιασμένοι με όλα όσα θα ήθελαν. Έτσι ξεκίνησαν να εργάζονται, συγκρίνοντας τα διάφορα αποτελέσματά τους και κάνοντάς τα να συμφωνούν· και καθετί στο οποίο συμφωνούσαν, αντιγράφηκε κατάλληλα υπό τη διεύθυνση του Δημητρίου. . . Με αυτόν τον τρόπο η μεταγραφή ολοκληρώθηκε σε εβδομήντα δύο ημέρες, όπως είχε προσυμφωνηθεί αυτή η περίοδος”.
Το ολοκληρωμένο έργο διαβάστηκε από τον Δημήτριο στην Ιουδαϊκή κοινότητα, η οποία το δέχθηκε με ενθουσιασμό και παρακάλεσε να δοθεί ένα αντίγραφο στα χέρια των ηγετών τους· και προφέρθηκε πανηγυρικά κατάρα σε όποιον θα τολμούσε να προσθέσει στην έκδοση ή να αφαιρέσει από αυτήν. Μετά από αυτό η Ελληνική Πεντάτευχος διαβάστηκε στον βασιλιά, ο οποίος εξέφρασε χαρά και έκπληξη· ασπάστηκε το βιβλίο με μια χειρονομία σεβασμού (προσκυνήσας), και εξέδωσε την επιθυμία του να διατηρηθεί με σχολαστική φροντίδα («ἐκέλευσε μεγάλην έπιμέλειαν ποιεῖσθαι τῶν βιβλίων καὶ συντηρεῖν ἁγνῶς» [στίχος 317]).
9. Η ιστορία του Αριστέα επαναλαμβάνεται περισσότερο ή λιγότερο πλήρως από τους Αλεξανδρινούς συγγραφείς Αριστόβουλο και Φίλωνα, καθώς και από τον Ιώσηπο.
Αριστόβουλος απολ. Ευσεβίου προπαρασκευής Ευαγγελικής 13:12.2 [κάπου στη μέση] «ἡ δὲ ὅλη ἑρμηνεία τῶν διὰ τοῦ νόμου πάντων ἐπὶ τοῦ προσαγορευθέντος Φιλαδέλφου βασιλέως σοῦ δὲ προγόνου [απευθύνεται στον Φιλομήτορα] προσενεγκαμένου μείζονα φιλοτιμίαν, Δημητρίου τοῦ Φαληρέως πραγματευσαμένου τὰ περὶ τούτων». Φίλων, vit. Moys. 2:5[και 6-7] κ.εξ.· «[5,29] Πτολεμαῖος ὁ Φιλάδελφος ἐπικληθεὶς . . . [6,31] ζῆλον καὶ πόθον λαβὼν τῆς νομοθεσίας ἡμῶν εἰς Ἑλλάδα γλῶτταν τὴν Χαλδαϊκὴν μεθαρμόζεσθαι διενοεῖτο, καὶ πρέσβεις εὐθὺς ἐξέπεμπε πρὸς τὸν τῆς Ἰουδαίας ἀρχιερέα… [6,32] ὁ δὲ, ὡς [ὁ δ᾿ οἷα] εἰκός, ἡσθεὶς καὶ νομίσας οὺκ ἄνευ θείας ἐπιφροσύνης περὶ τὸ τοιοῦτον ἔργον ἐσπουδακέναι τὸν βασιλέα… [6,33] ἀσμένως [ἄσμενος] ἀποστέλλει… [7,37 κ.εξ.] καθίσαντες δ᾿ ἐν ἀποκρύφῳ καὶ μηδενὸς παρόντος… καθάπερ ἐνθουσιῶντες ἐπροφήτευον, οὐκ ἄλλα ἄλλοι, τὰ δὲ αὐτὰ πάντες ὀνόματα καὶ ῥήματα ὥσπερ ὑποβολέως ἑκάστοις ἀοράτως ἐνηχοῦντος κτλ.» Ιώσηπος Αρχ. 1. prooem. 3· «Πτολεμαίων μὲν ὁ δεύτερος μάλιστα δὴ βασιλεὺς περὶ παιδείαν καὶ βιβλίων συναγωγὴν σπουδάσας ἐξαιρέτως ἐφιλοτιμήθη τὸν ἡμέτερον νόμον καὶ τὴν κατ᾿ αὐτὸν διάταξιν τῆς πολιτείας εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μεταλαβεῖν [μεταβαλεῖν] κτλ.» Στις Αρχ. 12:2 1-15 ο Ιώσηπος δίνει μια πλήρη περιγραφή που προφανώς βασίζεται στον Αριστέα (τον οποίο αποκαλεί “Ἀρισταῖος”) και σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται λεκτικά με την επιστολή.
Η μαρτυρία του Ιώσηπου τεκμηριώνει μόνο το γεγονός ότι η επιστολή του Αριστέα ήταν επίκαιρη στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια του 1ου αι. μ.Χ. Ο Φίλων, από την άλλη πλευρά, αντιπροσωπεύει μια Αλεξανδρινή παράδοση, η οποία ήταν ίσως αρχικά ανεξάρτητη από την επιστολή, και σίγουρα δεν συνάδει πλήρως με αυτήν. Αναφέρει (λ.χ.) ότι η ολοκλήρωση του έργου των Εβδομήκοντα εορταζόταν στην Αλεξάνδρεια μέχρι τη δική του εποχή, κάθε έτος στο Φάρο («μέχρι νῦν ἀνὰ πᾶν ἔτος ἑορτὴ καὶ πανήγυρις ἄγεται κατὰ τὴν Φάρον νῆσον, εἰς ἣν οὐκ Ἰουδαῖοι μόνον ἀλλὰ καὶ παμπληθεῖς ἕτεροι διαπλέουσι, τό τε χωρίον σεμνύνοντες ἐν ᾧ πρῶτον τὸ τῆς ἑρμηνείας ἐξέλαμψε κτλ.»). Μια λαϊκή επέτειος αυτού του είδους, δύσκολα θα μπορούσε να προκύψει από ένα λογοτεχνικό έργο τόσο τεχνητό και τόσο ελλιπές στα στοιχεία, που εξασφαλίζουν τη δημοτικότητα, όσο η επιστολή του Αριστέα. Το απόσπασμα του Αριστόβουλου μας μεταφέρει πολύ πιο πίσω από τη μαρτυρία του Φίλωνα και του Ιώσηπου. Απευθυνόταν σε έναν Πτολεμαίο που ήταν απόγονος του Φιλαδέλφου, και ο οποίος ταυτίζεται τόσο από τον Ευσέβιο (λ.χ.) όσο και από τον Κλήμη (Στρωματείς 1:22), με τον Φιλομήτορα. Το αν ο Αριστόβουλος άντλησε τις πληροφορίες του από τον Αριστέα είναι αβέβαιο· αλλά τα λόγια του, αν δεχτούμε τη γνησιότητά τους, τεκμηριώνουν το γεγονός, ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της ιστορίας, τα πίστευαν οι φιλομαθείς Ιουδαίοι της Αλεξάνδρειας, και μάλιστα στην αυλή, περισσότερο από ενάμιση αιώνα πριν από τη Χριστιανική εποχή, και μέσα σε έναν αιώνα μετά απ᾿ την ημερομηνία που αποδίδει ο Αριστέας στη μετάφραση του νόμου.
10. Από τον 2ο αι. μ.Χ. η επιστολή του Αριστέα παρατίθεται, ή το περιεχόμενό της συνοψίζεται από τους πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι σε γενικές γραμμές δέχονται την ιστορία χωρίς καχυποψία και προσθέτουν ορισμένες νέες λεπτομέρειες.
Πρβλ. Ιουστίνος, απολογ. 1:31, Διάλογος 68, 71 [και επόμενη σελ. για 71], “cohort. ad Graecos” 13 κ.εξής· Ειρην. 3:21, 2 [δεξιά σελ.] κ. εξής· Κλήμ. Αλεξ. Στρωμ. 1:22, 148 κ. εξής, Τερτυλλιανός, απολογ. 18 [δεξιά σελ.], Ανατόλιου απολ. Ευσεβίου Hist. Eccles. 7:32 [σελ. 727-28 αναφέρει τους Ο΄ αριστερά]· Ευσέβιος, praepar. evangel. 8:1-9, 9:38· Κύριλλος Ιεροσολύμων, κατήχ. 4:34· Ιλαρίων, στο έργο προλόγου των Ψαλμών [prol. ad Psalmos, tractatus super psalmos], 2, 118· Επιφάνιος, de mens. et pond. §§ 3 [δεξιά], 6 [δεξιά, διάβαζε και περιθώριο κάτω]· Φιλάστριος de haer. 138[?]· Ιερώνυμος, praef. in Gen., praef. in libr. quaest. Hebr., Αυγουστίνος, de civitate Dei 17:42 [18:42 τέρμα δεξιά] κ. εξής, de doctr. Chr. 2:22 [? στον τόμο 34 στο βιβλίο de doctrina Christiana 2:22 δεν το βρίσκω]· Θεόδορος της Μοψουεστίας στον Αμβακούμ 2 [δεξιά στη μέση], στο Σοφονία 1 [στίχος δ-Ϛ αριστερά, ξεκινάει απ᾿ τη 2η παράγραφο, αλλά απ᾿ την αρχή αυτών των στίχων ίσως πρέπει να διαβαστεί]· Χρυσόστομος, oratio 1 adversus Judaeos, κεφ. Ϛ [αριστερά τέρμα μόνο], homiliae in Genesin 4, κεφ. δ [δεξιά τέρμα κάτω]· Θεοδώρητος, πρόλογος στους Ψαλμούς [δεξιά τέρμα κάτω στην παράγραφο κ.εξ.], Κύριλλος Αλεξανδρείας, adversus Julianus oratio 1 [απ᾿ τη μέση και κάτω, μέχρι εκεί]· Ψευδο-Αθανάσιος, synopsis scripturae. sacrae § 77 [δεξιά στη μέση]· ο ανώνυμος διάλογος του Τιμοθέου και του Ακύλα (ed. Conybeare, Oxford, 1898, p.90 f.).
Οι περισσότεροι από αυτούς τους χριστιανούς συγγραφείς, σε σαφή αντίθεση με τη δήλωση του Αριστέα, παρουσιάζουν τους Εβδομήκοντα να έχουν εργαστεί χωριστά, προσθέτοντας ότι όταν τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν στο τέλος της εργασίας, βρέθηκαν να είναι πανομοιότυπα (Ειρηναίος, Κλήμης Αλεξανδρείας, Κύριλλος Ιεροσολύμων, Αυγουστίνος κ.λπ.). Ο συγγραφέας της Cohortatio ad Graecos δηλώνει ότι στην Αλεξάνδρεια είχαν δει τα απομεινάρια των κελιών στα οποία είχαν εργαστεί οι μεταφραστές («αὐτοὶ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ γενόμενοι καὶ τὰ ἴχνη τῶν οἰκίσκων ἐν τῇ Φάρῳ ἑωρακότες ἔτι σωζόμενα, καὶ παρὰ τῶν ἐκεῖ ὡς τὰ πάτρια παρειληφότων ἀκηκοότες ταῦτα ἀπαγγέλλομεν» [αριστερά]). Αυτή η ιστορία των κελιών ήταν, επομένως, πιθανώς Αλεξανδρινής προέλευσης και είχε αναπτυχθεί από την τοπική πίστη στην έμπνευση των Εβδομήκοντα, η οποία εμφανίζεται ήδη στα λόγια του Φίλωνος που αναφέρθηκαν παραπάνω. Οι Πατέρες αποδέχονται γενικά τόσο την πίστη όσο και τον μύθο που προσέδωσε, αν και ο τελευταίος μερικές φορές υφίσταται ελαφρά τροποποίηση, όπως όταν ο Επιφάνιος ομαδοποιεί τους Εβδομήντα δύο σε ζεύγη («ζύγη ζύγη κατ᾿ οἰκίσκον» [δεξιά στη μέση]). Ο Ιερώνυμος αποτελεί έντιμη εξαίρεση· αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία των κελιών δεν συνάδει με την προγενέστερη παράδοση (prol. in Gen. «nescio quis primus auctor LXX cellulas Alexandriae mendacio suo exstruxerit, quibus divisi eadem scriptitarint, quum Aristeas . . et Josephus nihil tale retulerint» [περ. στον αρ. 24), και δικαίως διαμαρτύρεται για το δόγμα που ήταν ρίζα παραλογισμού («aliud est enim vatem, aliud est esse interpretem» [πάνω απ᾿ τον αρ. 30, βλ. τελευταίο link]).
11. Αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα της επιστολής του Αριστέα εξέφρασε για πρώτη φορά ο Λουδοβίκος ντε Βίβες (Juan Luis Vives [Joannes Ludovicus Vives] 1493-1540) στο σχόλιό του στο Aug. de civ. Dei, 18:4 (δημοσιεύθηκε το 1522), και μετά από αυτόν, ξαναδημοσιεύτηκε από τον Joseph Scaliger. Ο Ussher και ο Voss υπερασπίστηκαν την επιστολή, αλλά ο ισχυρισμός της ότι είναι έργο ενός συγχρόνου του Φιλαδέλφου καταρρίφθηκε τελικά από τον Humphry Hody, Regius Professor of Greek στην Οξφόρδη (1698-1706). Λίγοι μεταγενέστεροι συγγραφείς υποστήριξαν την άποψή της (π.χ. ο Grinfield, Apology for the LXX, και ο Constantinus Oeconomus, op. cit.)· αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των σύγχρονων μελετητών, και ίσως όλοι οι εν ζωή ειδικοί, αναγνωρίζουν τον ανιστορικό χαρακτήρα μεγάλου μέρους της ιστορίας του Αριστέα.
Πράγματι, δεν χρειαζόταν σχεδόν καθόλου η τεράστια μόρφωση του Hody για να καταδικαστεί η επιστολή του Αριστέα ως ψευδώνυμη και σε μεγάλο βαθμό θρυλική. Η επιλογή των πρεσβυτέρων από όλες τις φυλές του Ισραήλ ξυπνά υποψίες· τα ονόματά τους είναι σαφώς φανταστικά· η επανάληψη του αριθμού εβδομήντα δύο φαίνεται να έχει εντυπωσιάσει ακόμη και τον συγγραφέα ως ανοιχτό θέμα προς παρατηρήσεις· οι επιστολές του Φιλαδέλφου και του Ελεάζαρ έχουν την ίδια σφραγίδα με την ομολογουμένως φανταστική αλληλογραφία μεταξύ των Αιγυπτίων και των Παλαιστινών Ιουδαίων στο Β΄ Μακκαβαίων. Πάνω απ᾿ όλα, ενώ η επιστολή δηλώνει ότι γράφτηκε από έναν Έλληνα και παγανιστή, ο σκοπός της διακηρύσσει ότι είναι έργο ενός Ιουδαίου· ενώ απευθύνεται σε εθνικούς αναγνώστες, ο προφανής στόχος της είναι να δοξάσει την Ιουδαϊκή φυλή και να διαδώσει πληροφορίες σχετικά με τα ιερά βιβλία της. Από την άλλη πλευρά, αν και η ιστορία, όπως την αφηγείται ο “Αριστέας”, είναι αναμφίβολα κάτι το φαντασιώδες, δεν πρέπει να συμπεράνουμε βιαστικά ότι δεν έχει ιστορική βάση. Το ότι ο συγγραφέας ήταν Ιουδαίος που έζησε στην Αίγυπτο επί Πτολεμαίων, φαίνεται να αποδεικνύεται από τις γνώσεις που επιδεικνύει για τη ζωή στην Αλεξανδρινή αυλή. Υπάρχει επίσης λόγος να υποθέσουμε ότι την έγραψε μέσα σε πενήντα χρόνια, από τον θάνατο του Φιλαδέλφου, και τα κύρια γεγονότα του, τα οποία επιβεβαιώνονται, όπως είδαμε, από έναν συγγραφέα της επόμενης γενεάς. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ένα έγγραφο, το οποίο μετά από έναν αιώνα από τα γεγονότα, αφηγείται την ιστορία ενός λογοτεχνικού εγχειρήματος, στο οποίο συμμετείχαν η αυλή και οι λόγιοι της Αλεξάνδρειας, μπορεί να στερείται παντελώς της αλήθειας. Λεπτομερής κριτική είναι αδύνατη σε αυτό το σημείο· αλλά είναι απαραίτητο να εξεταστεί η αξιοπιστία των κύριων χαρακτηριστικών αυτού του φαντασιώδους μηνύματος, στο βαθμό που επηρεάζουν τα ζητήματα που σχετίζονται με την ημερομηνία και την προέλευση των Εβδομήκοντα. Υπάρχουν ορισμένα σημεία στην επιστολή του Αριστέα που απαιτούν διερεύνηση, ιδίως οι δηλώσεις: (1) ότι η μετάφραση του νόμου έγινε την εποχή του Φιλαδέλφου· (2) ότι έγινε με επιθυμία του βασιλιά και για τη βασιλική βιβλιοθήκη· (3) ότι οι μεταφραστές και οι εβραϊκοί ρόλοι που χρησιμοποίησαν ήρθαν από την Ιερουσαλήμ· και (4) ότι η μετάφρασή τους, όταν ολοκληρώθηκε, έγινε πρόθυμα δεκτή, τόσο από τους Ιουδαίους όσο και από τους Έλληνες.
12. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία στην πρώτη από αυτές τις δηλώσεις. Οι προσωπικές προτιμήσεις του Φιλαδέλφου, αν όχι καθαρά λογοτεχνικές, περιλάμβαναν την προθυμία για την κοινωνία των λογίων και συσσώρευση των βιβλίων. Ίδρυσε μια δεύτερη βιβλιοθήκη στο Σεράπειο για να δεχθεί αυτά που δεν χωρούσαν σε εκείνη που είχε ιδρύσει ο Σωτήρ κοντά στο μουσείο και το ανάκτορο. Η συγκρητιστική του ιδιοσυγκρασία τον διέθετε να ακούει τους εκπροσώπους διαφόρων δογμάτων. Μια βουδιστική αποστολή από τον Γάγγη βρήκε αποδοχή στην αυλή του· και η βασιλεία που παρήγαγε την Ελληνική ιστορία των Αιγυπτιακών θεσμών του Μανέθωνα, μπορεί κάλλιστα να απέδωσε επίσης μια μετάφραση των Eβραϊκών ιερών βιβλίων στα Eλληνικά. Η παρουσία μιας μεγάλης Ιουδαϊκής αποικίας στην Αλεξάνδρεια, δύσκολα θα μπορούσε να μην ξυπνήσει στον βασιλιά και στους μελετητές του Μουσείου ένα ενδιαφέρον για τους αρχαίους νόμους και τη λογοτεχνία της Εβραϊκής φυλής. Για τους λόγους αυτούς οι σύγχρονοι μελετητές δεν έδειξαν, ως επί το πλείστον, καμία διάθεση να διαταράξουν την παράδοση, που αποδίδει την Αλεξανδρινή εκδοχή του νόμου, στις ημέρες του Φιλαδέλφου.
Μια εξαίρεση πρέπει να σημειωθεί. Ο αείμνηστος καθηγητής Grätz, υποστήριξε με πολλή εφευρετικότητα, ότι η Ελληνική Πεντάτευχος ήταν έργο της βασιλείας του Φιλομήτορα, μεταφέροντας έτσι, την έναρξη των Εβδομήκοντα, από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. στα μέσα του 2ου π.Χ..
Η άποψή του βασίστηκε εν μέρει στο γεγονός ότι η Ιουδαϊκή αποικία στην Αλεξάνδρεια, άγγιξε το ζενίθ της επιρροής της επί Φιλομήτορα, εν μέρει σε εσωτερικούς λόγους. Στο πλαίσιο του τελευταίου κεφαλαίου επέμεινε στη μετάφραση του Λευιτ. 23:11 της φράσης מִמָּחֳרַת הַשַּׁבָּת με “τῇ ἐπαύριον τῆς πρώτης”. Οι Φαρισαίοι αντιλαμβάνονταν τη λέξη שַׁבָּת σε αυτό το πλαίσιο ότι αναφερόταν στην ημέρα μετά το Πασχάλιο Σάββατο, δηλαδή στις 15 Νισάν, ενώ οι Σαδδουκαίοι επέμεναν στη συνήθη σημασία. Ο Grätz υποστήριξε με μεγάλη ισχύ ότι, εφόσον η απόδοση των Ο΄ παρουσιάζει εμφανή σημάδια Φαρισαϊκής επιρροής, η ίδια η έκδοση πρέπει να είναι μεταγενέστερη από την άνοδο των Φαρισαίων. Όμως ο στίχος 15 αποδίδει τις ίδιες λέξεις με το “ἀπὸ τῆς ἐπαύριον τοῦ σαββάτου”, και καθώς δεν είναι πιθανό ότι ένας μεταφραστής που είχε γράψει με καθορισμένο σκοπό το “τῆς πρώτης” στον στίχο 11, θα άφηνε το “τοῦ σαββάτου” να του ξεφύγει λίγο πιο κάτω, πρέπει να υποθέσουμε ότι το “τοῦ σαββάτου” βρισκόταν αρχικά και στους δύο στίχους και ότι το “τῆς πρώτης” οφείλεται σε Φαρισαϊκό διορθωτή που άφησε το έργο του ανολοκλήρωτο. Όμως μια μερική διόρθωση του χωρίου προς όφελος του Φαρισαϊσμού δείχνει ότι η έκδοση είναι προμακκαββαϊκή, ένα συμπέρασμα εντελώς αντίθετο από αυτό που ήθελε να βγάλει ο Dr. Grätz.
Υπάρχουν, εξάλλου, θετικές ενδείξεις ότι η Aλεξανδρινή εκδοχή της Γένεσης, τουλάχιστον, υπήρχε πολύ πριν απ᾿ την αρχή της βασιλείας του Φιλομήτορα. Χρησιμοποιήθηκαν απ᾿ τον ελληνιστή Δημήτριο, αποσπάσματα εκείνης της πραγματείας του, “Περὶ τῶν εν τῇ Ἰουδαίᾳ βασιλέων”, που διασώζονται από τον Κλήμη (Στρωμ. 1:21) και τον Ευσέβιο (praep. ev. 9:21, 29). Τα ακόλουθα δείγματα ίσως αρκούν για να αποδείξουν αυτόν τον ισχυρισμό.
Δημήτριος / Γένεση (Ο΄)
ἀντὶ τῶν μήλων τοῦ μανδραγόρου / εὗρεν μήλα μανδραγόρου . . . ἀντὶ τῶν μανδραγορῶν (30:14 κ. εξ.).
ἄγγελον τοῦ θεοῦ παλαῖσαι καὶ ἅψασθαι τοῦ πλάτους τοῦ μηροῦ τοῦ Ἰακώβ. / ἐπάλαιεν… καὶ ἥψατο τοῦ πλάτους του μηροῦ Ἰακώβ (32:25).
λέγειν κτηνοτρόφους αὐτοὺς εἶναι / ἐρεῖτε Ἄνδρες κτηνοτρόφοι ἐσμέν (46:34).
Καθώς ο Δημήτριος δεν μεταφέρει τη χρονολογία του παραπέρα από τη βασιλεία του Φιλοπάτορα, μπορεί να υποτεθεί ότι έζησε πριν από τον Δ΄ Πτολεμαίο. Είναι έτσι ο αρχαιότερος από τους Αλεξανδρινούς ελληνιστές συγγραφείς· ωστόσο, εξίσου με τους τελευταίους, αντλεί τα αποσπάσματα του βιβλίου της Γένεσης από των Ο΄. Μπορεί να υποστηριχθεί δίκαια, ότι μια εκδοχή, η οποία στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. είχε κερδίσει την αποδοχή των λογοτεχνικών Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας, πιθανότατα είδε το φως όχι αργότερα από τη βασιλεία του Φιλαδέλφου.
13. Τόσο ο “Αριστέας’ όσο και ο Αριστόβουλος, συνδέουν με τη γένεση των Ο΄ το όνομα του Δημητρίου Φαληρέα. Ο Αριστόβουλος απλώς παρουσιάζει τον Δημήτριο ως “αρνηθέντα το θέμα” («πραγματευσαμένου τὰ περὶ τούτων» [στη μέση]), αλλά ο Αριστέας δηλώνει ότι το έκανε: (1) με την ιδιότητα του επικεφαλή της βασιλικής βιβλιοθήκης («κατασταθεὶς ἐπὶ τῆς τοῦ βασιλέως βιβλιοθήκης» [αριστερά στη μέση]), και (2) επί των ημερών του Φιλαδέλφου, με τον οποίο φαίνεται να έχει στενές σχέσεις. Και τα δύο αυτά στοιχεία είναι σίγουρα ανιστορικά. Ο Busch απέδειξε ότι το αξίωμα του βιβλιοθηκάριου κατέλαβε επί Φιλαδέλφου ο Ζηνόδοτος από την Έφεσο, και μετά τον θάνατο του Ζηνοδότου ο Ερατοσθένης. Εξάλλου ο Δημήτριος, ο οποίος δεν ήταν καθόλου οικείος με τον Φιλάδελφο, στάλθηκε στην εξορία αμέσως μετά την άνοδο του εν λόγω μονάρχη και πέθανε λίγο αργότερα από το δάγκωμα μιας ασπίδος (φαρμακερό φίδι), το οποίο πιθανώς χορηγήθηκε με παρότρυνση του βασιλιά (περίπου το 283 π.Χ.). Έτσι, αν ο Δημήτριος έλαβε μέρος στην επιτέλεση των Ο΄, θα πρέπει να το έκανε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σωτήρος. Αυτό από μόνο του δεν είναι απίθανο. Είχε καταφύγει στην Αίγυπτο ήδη από το 307 π.Χ., και για πολλά χρόνια ήταν έμπιστος σύμβουλος του Α΄ Πτολεμαίου· και δεν είναι απίθανο, το σχέδιο της μετάφρασης του Ιουδαϊκού νόμου, να συζητήθηκε μεταξύ αυτού και του βασιλικού ιδρυτή της Αλεξανδρινής βιβλιοθήκης, και το έργο να οφείλεται πραγματικά στη δική του πρόταση· αν και τα λόγια του δεν απέδωσαν καρπούς παρά μόνο μετά τον θάνατό του. Το σημείο αυτό έχει σημασία για τον μελετητή των Ο΄, μόνο στο βαθμό που έχει να κάνει με το ερώτημα αν η έκδοση έγινε υπό επίσημη καθοδήγηση. Η διάσπαση της χρονολογίας αυτού του μέρους της ιστορίας του Αριστέα μας αφήνει ελεύθερους να εγκαταλείψουμε την υπόθεση της άμεσης παρέμβασης εκ μέρους του βασιλιά, και τα εσωτερικά στοιχεία σίγουρα μας δικαιολογούν σε αυτό. Μια επίσημη εκδοχή θα είχε σίγουρα αποφύγει βαρβαρισμούς όπως “γειώρας”, “εἵν”, “σάββατα”, όταν υπήρχαν διαθέσιμα ελληνικά ισοδύναμα όπως “προσήλυτος”, “δίχουν”, “ἀνάπαυσις”. Το όλο ύφος της έκδοσης είναι ξένο προς τον σκοπό ενός βιβλίου που προοριζόταν για λογοτεχνική χρήση, ούτε είναι νοητό ότι υπό τέτοιες συνθήκες οι Ιουδαίοι μεταφραστές, Παλαιστίνιοι ή Αλεξανδρινοί, θα είχαν μείνει χωρίς τη συμβουλή και τη βοήθεια ειδικών στην Ελληνική γλώσσα.
Έτσι, όλα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η έκδοση προέκυψε από τις ανάγκες των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας. Ενώ στην Παλαιστίνη οι ομιλητές της Αραμαϊκής Ιουδαίοι αρκούνταν στην ερμηνεία του Μεθουργεμάν (διερμηνέα), στην Αλεξάνδρεια το εβραϊκό μάθημα ανταλλάσσονταν ευχαρίστως με ένα μάθημα που διαβάζονταν από Ελληνική μετάφραση και το έργο του διερμηνέα περιοριζόταν στην εξήγηση. Στις τελευταίες παραγράφους της επιστολής του Αριστέα, οι οποίες περιγράφουν τη χαρά με την οποία υποδέχθηκαν το έργο των Εβδομήντα Δύο οι ελληνόφωνοι Ιουδαίοι της Αλεξάνδρειας, ο συγγραφέας αποκαλύπτει ασυναίσθητα την πραγματική ιστορία της έκδοσης, όταν παρουσιάζει τους Ιουδαίους να έχουν ακούσει και να έχουν αποδεχτεί πρόθυμα την ελληνική Πεντάτευχο πριν παρουσιαστεί στον βασιλιά. Αλλά δεν είναι απίθανο ότι ο βασιλιάς ενθάρρυνε το έργο της μετάφρασης με σκοπό να προωθήσει τη χρήση της Ελληνικής γλώσσας από τους αποίκους, καθώς και για να ικανοποιήσει τη δική του περιέργεια.
14. Τα Ελληνικά της Αλεξανδρινής Πεντατεύχου είναι Αιγυπτιακά και, απ᾿ όσο μπορούμε να κρίνουμε, δεν είναι τέτοια που θα έγραφαν οι Παλαιστίνιοι μεταφραστές. Πράγματι, δεν λείπουν οι περιπτώσεις μεταφράσεων που εκτελέστηκαν στην Αίγυπτο από Παλαιστίνιους· η πιο αξιοσημείωτη είναι η Σοφία του υιού του Σειράχ, η οποία, όπως μας λέει ο πρόλογος, μεταφέρθηκε στα Ελληνικά από τον εγγονό του συγγραφέα μετά από μια παρατεταμένη επίσκεψη στις όχθες του Νείλου («παραγενηθεὶς εἰς Αἴγυπτον καὶ συγχρονίσας» [1e])· αλλά τα αδέξια Ελληνικά του προλόγου και η άκαμπτη τεχνητότητα του βιβλίου προσφέρουν μια έντονη αντίθεση με το απλό ύφος της Πεντατεύχου. Το ότι η τελευταία είναι κυρίως έργο Αλεξανδρινών Ιουδαίων προκύπτει από περισσότερες από μία σκέψεις. Μια παλαιότερη γενεά βιβλικών μελετητών επεσήμανε την εμφάνιση στους Ο΄, και ιδιαίτερα στην Πεντάτευχο, λέξεων Αιγυπτιακής προέλευσης όπως “ἄχει” (Γεν. 41:2 κ.εξ.), “κόνδυ” (Γεν. 44:2 κ.εξ.), “ἶβις” (Λευιτ. 11:17· Δευτ. 14:16), “βύσσος” (Εξοδ. 25-39 εδώ κι εκεί) και χαρακτηριστικών Αιγυπτιακών όρων όπως “δίδραχμον”, “ἀλήθεια” [LXX 28:30] (= תֻּמִים) [BHS 28:30], “ἀρχιμάγειρος”, “ἀρχιοινοχόος” και παρόμοια άλλα. Το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό, αφού μετά την εποχή του Αλεξάνδρου, η κοινή Ελληνιστική περιείχε στοιχεία που αντλήθηκαν από διάφορες τοποθεσίες. Αλλά πρόσφατες ανακαλύψεις στην Αίγυπτο έχουν δώσει ένα κριτήριο της Αιγυπτιακής Ελληνικής που έχει εφαρμοστεί στους Ο΄ με σαφή αποτελέσματα. Το 1892 ο καθηγητής Mahaffy ήταν σε θέση να γράψει: «στο λεξιλόγιο των παπύρων βρίσκουμε μεγαλύτερη ομοιότητα με τα Ελληνικά των Ο΄ από ό,τι με οποιοδήποτε άλλο βιβλίο που θα μπορούσα να αναφέρω». Αυτή η δήλωση έχει υποστηριχθεί σε μεγάλο βαθμό από τη δημοσίευση της Bibelstudien τού Deissmann (Marburg, 1895) και Neue Bibelstudien (1897), όπου αποδεικνύεται ότι ένας αριθμός από τις ιδιόμορφες ή χαρακτηριστικές λέξεις και τύπους των Ο΄, ήταν σε κοινή χρήση μεταξύ των Αιγυπτίων Ελλήνων του 3ου και 2ου αι. π.Χ.. Το λεξιλόγιο και το ύφος των Ο΄ θα εξεταστούν σε μεταγενέστερο κεφάλαιο· προς το παρόν αρκεί να πούμε ότι είναι τέτοια που απαξιώνουν την απόδοση της Ελληνικής Πεντατεύχου σε μια ομάδα που αποτελείται αποκλειστικά ή κυρίως από Παλαιστίνιους Ιουδαίους. Οι Ο΄ στο σύνολό τους, ή, εν πάση περιπτώσει, το πρώιμο μέρος της συλλογής, είναι ένα μνημείο της Αλεξανδρινής Ελληνικής γλώσσας, όπως την μιλούσε η Ιουδαϊκή αποικία στο Δέλτα υπό την κυριαρχία των Πτολεμαίων.
Η ιστορία των ρόλων που γράφτηκαν με χρυσά γράμματα και στάλθηκαν στον βασιλιά από τον αρχιερέα, μπορεί να απορριφθεί αμέσως· ανήκει στο γραφικό σκηνικό του φαντασιώδους. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα απίθανο στη δήλωση ότι οι Εβραϊκοί ρόλοι είχαν έρθει προσαρμοσμένοι, σε φρέσκια μορφή από την Ιερουσαλήμ, διότι η συναναστροφή μεταξύ Ιερουσαλήμ και Αλεξάνδρειας ήταν συχνή κατά τη διάρκεια της βασιλείας των προηγούμενων Πτολεμαίων. Ωστόσο, ο μύθος μπορεί να έχει σκοπό να αναπαραστήσει την πίστη της αποικίας προς τη μητρόπολη και την πεποίθηση των Αλεξανδρινών Ιουδαίων ότι στην Ελληνική τους έκδοση κατείχαν τα ίδια ιερά κείμενα που οι αδελφοί τους στην Ιουδαία διάβαζαν στα Εβραϊκά. Τίποτα δεν απείχε περισσότερο από την πρόθεσή τους από το να δημιουργήσουν έναν Αλεξανδρινό κανόνα ή έναν Αλεξανδρινό τύπο κειμένου. Το σημείο αυτό είναι ένα σημείο το οποίο είναι σημαντικό να θυμόμαστε.
Η υποδοχή που δόθηκε από τους Ιουδαίους της Αλεξάνδρειας στην Ελληνική έκδοση ήταν αναμφίβολα, όπως παρουσιάζει ο Αριστέας, τόσο εγκάρδια όσο και μόνιμη· ούτε χρειάζεται να αμφιβάλλουμε ότι ο Φιλάδελφος και οι λόγιοί του ενέκριναν αυτό που είχε γίνει. Ασήμαντη, και ακόμη και απαράδεκτη ως λογοτεχνικό έργο, η έκδοση υποσχόταν να παράσχει στους Έλληνες λογίους της Αλεξάνδρειας μια αξιόπιστη περιγραφή της Εβραϊκής καταγωγής. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα ή καθόλου ίχνη χρήσης των Ο΄ από παγανιστές συγγραφείς· το ύφος τους ήταν μάλλον αρκετό για να τους αποτρέψει από τη μελέτη τους, και οι ελληνιστές Ιουδαίοι, λίγο μεταγενέστερης χρονολογίας, κατέστησαν το έργο περιττό, παρουσιάζοντας την ιστορία της χώρας τους με πιο προσελκυστική μορφή. Όσον αφορά τη διατήρηση του πρωτοτύπου στις βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, δεν έχουμε καμία απόδειξη πέραν της ελάχιστα αξιόπιστης δήλωσης του Τερτυλλιανού: «Hodie apud Serapeum Ptolemaei bibliothecae cum ipsis Hebraicis litteris exhibentur».
15. Έχει αναφερθεί ότι η επιστολή του Αριστέα δεν δηλώνει ότι περιγράφει την προέλευση οποιουδήποτε μέρους της Αλεξανδρινής Βίβλου εκτός από την Πεντάτευχο. Αυτό ήταν εμφανές στον Ιώσηπο Αρχ. 1. prooem. 3 [στίχος 12β] «οὐδὲ γὰρ πᾶσαν ἐκεῖνος (δηλ. ο Πτολεμαῖος ὁ δεύτερος [από στίχο 10]) ἔφθη λαβεῖν τὴν ἀναγραφήν, ἀλλὰ μόνα τὰ τοῦ νόμου παρέδοσαν οἱ πεμφθέντες ἐπὶ τὴν ἐξήγησιν εἰς Ἀλεξάνδρειαν». Οι χριστιανοί συγγραφείς, ωστόσο, δεν παρατήρησαν αυτόν τον περιορισμό· ολόκληρη η Ελληνική Βίβλος ήταν γνωστή οικείως ως η έκδοση των Εβδομήκοντα, και δεν αισθάνθηκαν κανέναν ενδοιασμό για το θέμα, εκτός από τον Ιερώνυμο, του οποίου η συναναστροφή με τους Ραββίνους του είχε ανοίξει τα μάτια γι᾿ αυτό, και για άλλα θέματα για τα οποία οι Ιουδαίοι ήταν καλύτερα ενημερωμένοι: «tota schola Judaeorum (γράφει) quinque tantum libros Moysis a LXX translatos asserunt». Ο Επιφάνιος φτάνει στο σημείο να κατανέμει τα βιβλία του Εβραϊκού κανόνα σε τριάντα έξι ζεύγη μεταφραστών. Παρ᾿ όλα αυτά οι Ιουδαίοι είχαν αναμφισβήτητα δίκιο· ο Αριστέας δεν έχει να πει τίποτα για τη μετάφραση οποιουδήποτε βιβλίου πέραν των πέντε πρώτων. Η σιωπή του όσον αφορά τους Προφήτες και τα Αγιόγραφα, συνάδει απόλυτα με τις συνθήκες της περιόδου στην οποία τοποθετεί την ιστορία του. Ο κανόνας των Προφητών φαίνεται ότι μόλις που είχε ολοκληρωθεί πριν από την αρχιερατεία του Σίμωνα Β΄. (219 - 199 π.Χ.). Αν αυτό συνέβαινε στην Παλαιστίνη, στην Αλεξάνδρεια σίγουρα δεν θα υπήρχε αναγνωρισμένο σώμα προφητικών συγγραμμάτων κατά τη βασιλεία του Β΄ Πτολεμαίου. Μόνο η Τωρά ήταν έτοιμη για μετάφραση, διότι ήταν πλήρης και η θέση της ως συλλογή ιερών βιβλίων ήταν απολύτως ασφαλής.
16. Όταν όμως είχε δοθεί το παράδειγμα της απόδοσης των ιερών βιβλίων στα Ελληνικά, σίγουρα θα ακολουθούσαν το ίδιο παράδειγμα όσο συχνά έφταναν από την Ιερουσαλήμ καινούργιοι ρόλοι που έφεραν τη σφραγίδα της Παλαιστινιακής αναγνώρισης, αν ένας δίγλωσσος Ιουδαίος βρισκόταν έτοιμος να αναλάβει το έργο. Ένα ευτυχές ατύχημα μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε κατά προσέγγιση την έκταση στην οποία είχε προχωρήσει αυτή η διαδικασία κατά την έκτη ή την έβδομη δεκαετία του 2ου αιώνα. Ο συγγραφέας του προλόγου του Σειράχ, ο οποίος έφτασε στην Αίγυπτο το 38ο έτος του Ευεργέτη — δηλαδή το 132 π.Χ. αν, όπως είναι πιθανό, ο Ευεργέτης που εννοούσε ήταν ο δεύτερος με αυτό το όνομα — χρησιμοποιεί παρεμπιπτόντως λέξεις που υπονοούν ότι “ο νόμος, οι προφήτες και τα υπόλοιπα βιβλία” ήταν ήδη σε ισχύ μετάφρασης («οὐ γὰρ ἰσοδυναμεῖ αὐτὰ ἐν ἑαυτοῖς Ἐβραϊστὶ λεγόμενα, καὶ ὅταν μεταχθῇ εἰς ἑτέραν γλῶσσαν· οὐ μόνον δὲ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ νόμος καὶ αἱ προφητεῖαι καὶ τὰ λοιπὰ τῶν βιβλίων οὐ μικρὰν τὴν διαφορὰν ἔχει ἐν ἑαυτοῖς λεγόμενα» [1d-1e]). Η πρόταση αυτή αποκαλύπτει την πρόοδο που είχε σημειωθεί στο μεταφραστικό έργο μεταξύ του Β΄ Πτολεμαίου και του Θ΄. Επί Ευεργέτη Β΄, οι Αλεξανδρινοί Ιουδαίοι διέθεταν, εκτός από την πρωτότυπη Ελληνική Πεντάτευχο, μια συλλογή προφητικών βιβλίων και έναν αριθμό άλλων συγγραμμάτων που ανήκαν στην εθνική τους λογοτεχνία, τα οποία δεν είχαν ακόμη συγκροτηθεί σε ένα ολοκληρωμένο σκέλος. Τα τελευταία είναι αναμφίβολα, τα βιβλία που είναι γνωστά ως כְּתוּבִים (κεθουβίμ) ή Αγιόγραφα. Δεδομένου ότι ο συγγραφέας του προλόγου ήταν Παλαιστίνιος Ιουδαίος, μπορούμε ίσως, να υποθέσουμε ότι στα “αἱ προφητεῖαι” και “τὰ λοιπὰ τῶν βιβλίων” περιλαμβάνουν τα βιβλία και των δύο κατηγοριών που κυκλοφορούσαν ήδη στην Παλαιστίνη. Αν αυτό το συμπέρασμα είναι ασφαλές, θα προκύψει ότι όλοι οι “προφήτες” του Εβραϊκού κανόνα, “πρώτοι” και “ύστεροι”, είχαν μεταφραστεί πριν από το 132 π.Χ.
Όσον αφορά τα Αγιόγραφα, σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε στοιχεία που οδηγούν σε ένα πιο ασφαλές συμπέρασμα. Ο Ευπόλεμος, ο οποίος, αν ταυτίζεται με το πρόσωπο αυτού του ονόματος που αναφέρεται στο Α΄ Μακκ. 8:17, γραμμένο περίπου στα μέσα του 2ου αιώνα, χρησιμοποιεί τα Ελληνικά Χρονικά, όπως ο Freudenthal έδειξε με σαφήνεια. Ο Έσδρας-Νεεμίας, που αρχικά ήταν συνεχής με τα Χρονικά, μεταφράστηκε πιθανότατα την ίδια εποχή με αυτό το βιβλίο. Ο Αριστέας (όχι ο ψευδώνυμος συγγραφέας της επιστολής, αλλά ο συγγραφέας μιας πραγματείας “περὶ τῶν Ἰουδαίων”) παραθέτει το βιβλίο του Ιώβ σύμφωνα με τους Ο΄, και έχει γίνει πιθανό ότι είναι ο συγγραφέας του αξιοσημείωτου κώδικα που επισυνάπτεται με αυτό (Ιώβ 42:17β – ε). Η υποσημείωση της Ελληνικής Εσθήρ, η οποία αναφέρει ότι το βιβλίο αυτό μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο το 4ο έτος του “Πτολεμαίου και της Κλεοπάτρας” (πιθανώς δηλαδή του Πτολεμαίου Φιλομήτορα), μπορεί να γράφτηκε με σκοπό να δώσει την Παλαιστινιακή έγκριση στην Ελληνική έκδοση αυτού του βιβλίου· αλλά εγγυάται για το γεγονός ότι η έκδοση αυτή κυκλοφορούσε πριν από το τέλος του 2ου αι. π.Χ.. Οι Ψαλμοί των Ο΄ φαίνεται να παρατίθενται στο Α΄ Μακκ. 7:17 (Ψαλμ. 78:2-3 [79]), και η Ελληνική έκδοση των Α΄ Μακκαβαίων ανήκει πιθανώς στον 1ο αι. π.Χ.. Σε ποια εποχή οι Ελληνικοί Ψαλμοί πήραν τη σημερινή τους μορφή, δεν υπάρχουν στοιχεία που να το αποδεικνύουν· αλλά είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι μεγάλες Παλαιστινιακές συλλογές ιερού Άσματος, δεν παρέμειναν για πολύ καιρό άγνωστες στους Αλεξανδρινούς Ιουδαίους· και ακόμη και με την υπόθεση ότι ορισμένοι Ψαλμοί είναι Μακκαβαϊκοί, τα μεταγενέστερα βιβλία των Ελληνικών Ψαλμών μπορούν να αποδοθούν στο 2ο μισό του 2ου αιώνα.
17. Συνολικά, αν και οι άμεσες αποδείξεις είναι αποσπασματικές, είναι πιθανό ότι πριν από τη χριστιανική εποχή η Αλεξάνδρεια κατείχε το σύνολο ή, σχεδόν το σύνολο των Εβραϊκών Γραφών σε Ελληνική μετάφραση. Για τον 1ο αι. μ.Χ. έχουμε την πολύ σημαντική μαρτυρία του Φίλωνος, ο οποίος χρησιμοποιεί τους Ο΄ και παραθέτει σε μεγάλο βαθμό, πολλά σημεία από τα βιβλία. Υπάρχουν πράγματι ορισμένα βιβλία του Εβραϊκού κανόνα στα οποία δεν φαίνεται να αναφέρεται, π.χ. Ρουθ, Εκκλησιαστής, Άσμα, Εσθήρ, Θρήνοι, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ. Όμως, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Ryle, «μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι η Ρουθ και οι Θρήνοι ήταν, την εποχή του Φίλωνος, ήδη ενωμένα με τους Κριτές και τον Ιερεμία στις Ελληνικές Γραφές»· και ο Ιεζεκιήλ, ως ένας από τους μεγαλύτερους Προφήτες, είχε σίγουρα βρει το δρόμο του στην Αλεξάνδρεια πριν από μετά Χριστόν. Ο Εκκλησιαστής, το Άσμα, η Εσθήρ, ο Δανιήλ, τα οποία “φαίνεται ότι ήταν από τα πιο πρόσφατα βιβλία που έγιναν δεκτά στον Ιερό Κανόνα”, μπορεί να παραμελήθηκαν σκόπιμα από τον Φίλωνα, ως μη έχοντα κανονικό κύρος. Αλλά θα ήταν επισφαλές να συμπεράνουμε ότι δεν είχαν ακόμη μεταφραστεί στα ελληνικά· το βιβλίο της Εσθήρ, όπως είδαμε, ήταν πιθανώς επίκαιρο στην Αλεξάνδρεια κατά τη διάρκεια του 2ου αι. π.Χ.. Δύο άλλες Ιουδαϊκές, αλλά όχι Αλεξανδρινές, αρχές μας βοηθούν να εξακριβώσουμε το περιεχόμενο της Ελληνικής Βίβλου τον 1ο αι. μ.Χ.: (α) Η Καινή Διαθήκη δείχνει γνώση της έκδοσης των Ο΄ στα περισσότερα από τα βιβλία που παραθέτει, και παραθέτει όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης εκτός από τον Έσδρα, τον Νεεμία, την Εσθήρ, τον Εκκλησιαστή, τους Ψαλμούς Σολομώντος και ορισμένους από τους Μικρούς Προφήτες. Όπως και στην περίπτωση του Φίλωνος, είναι πιθανό, αν και ελάχιστα πιθανό, η Εσθήρ, ο Εκκλησιαστής και οι Ψαλμοί του Σολομώντος να παρακάμφθηκαν ως μη έχοντα λάβει τη σφραγίδα του κανονικού· αλλά η σιωπή των Αποστολικών συγγραφέων γι' αυτά, δεν αποδεικνύει, σε καμία περίπτωση, ότι οι Ελληνικές μεταφράσεις αυτών των βιβλίων δεν κυκλοφορούσαν ακόμη μεταξύ των Παλαιστίνιων Ιουδαίων. (β) Ο Ιώσηπος, ο οποίος γνώριζε και χρησιμοποιούσε τους Ο΄, δυστυχώς δεν έχει καμία ρητή δήλωση σχετικά με την έκταση της Ελληνικής έκδοσης· αλλά ο κατάλογός του για τα Εβραϊκά βιβλία είναι πρακτικά πανομοιότυπος με τον δικό μας, και, καθώς εμφανίζεται σε μια πραγματεία που προοριζόταν για εθνικούς αναγνώστες, είναι ίσως ασφαλές να υποθέσουμε ότι μιλάει για βιβλία που είναι προσιτά σε μια μετάφραση· “με άλλα λόγια, ότι γράφει έχοντας μπροστά του την έκδοση των Ο΄”.
Έτσι, αν και η μαρτυρία του 1ου αι. μ.Χ. δεν μας επιβάλλει απολύτως να πιστέψουμε ότι όλα τα βιβλία του Εβραϊκού κανόνα είχαν μεταφραστεί και κυκλοφορούσαν σε Ελληνική έκδοση κατά την Αποστολική εποχή, μια τέτοια άποψη δεν είναι απίθανη· και επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι όλα περιέχονται στον κανόνα της Ελληνικής Βίβλου που παρέλαβε η χριστιανική Εκκλησία από τους Ιουδαίους προκατόχους της. Είναι άλλο ζήτημα αν οι εκδόσεις ήταν όλες Αλεξανδρινής προέλευσης ή οι μόνες Ελληνικές μεταφράσεις που ισχυρίζονταν ότι αντιπροσώπευαν τα αντίστοιχα Εβραϊκά βιβλία. Σε λίγες περιπτώσεις υπήρχαν σίγουρα αντίπαλες ερμηνείες ή αναδιατυπώσεις του ίδιου βιβλίου (π.χ. στους Κριτές, στον Δανιήλ, στον Τωβίτ). Αλλά στο σύνολό του το έργο της μετάφρασης αναμφίβολα πραγματοποιήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου και ξεκίνησε· και η Ελληνική Βίβλος των ελληνιστών Ιουδαίων και της Καθολικής Εκκλησίας μπορεί δικαίως να χαρακτηριστεί ως η Αλεξανδρινή Ελληνική έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης.